Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ήταν ίσως η πιο «πιασάρικη» – μαζί με το σκίσιμο των μνημονίων – προεκλογική υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα: η Σεισάχθεια. Ο άνθρωπος που με υπερηφάνεια δήλωνε δημοσίως ότι δεν πληρώνει τον ΕΝΦΙΑ είναι εδώ και 3,5 χρόνια πρωθυπουργός. Ο πολιτικός που κατέβαινε στα διόδια και καλούσε τον κόσμο να μην πληρώνει, καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που στην ουσία ο ίδιος δημιούργησε: τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, ήτοι όσους εσκεμμένα δεν πληρώνουν δάνεια και άλλες υποχρεώσεις.
Αυτό που δεν σκεφτόταν ο πρωθυπουργός όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση, επειδή προφανώς δεν τον ενδιέφερε, ήταν ότι στην περίπτωση γενικευμένου «κουρέματος» χρεών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, θα πληγούν τράπεζες και δημόσιο και κάποιος θα πρέπει να κλείσει την «μαύρη τρύπα» που θα δημιουργηθεί. Μία μαύρη τρύπα που θα είναι ικανή να «ρουφήξει» μέσα της ολόκληρη την οικονομία.
Σήμερα θα δοθεί στη δημοσιότητα η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, για τη Νομισματική Πολιτική, στην οποία ο Γιάννης Στουρνάρας αναμένεται να επισημάνει το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους και να προειδοποιήσει για τους κινδύνους που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το τραπεζικό σύστημα αλλά και ολόκληρη η οικονομία.
Η λήξη του επίσημου μνημονίου σηματοδοτεί την έναρξη της πιο κρίσιμης περιόδου για τις τράπεζες αφού τον Σεπτέμβριο αναμένεται ο SSM να ζητήσει ακόμη μεγαλύτερη μείωση «κόκκινων» δανείων μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019. Σύμφωνα με το υφιστάμενο πλάνο οι τράπεζες καλούνται να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από περίπου 90 δισ. ευρώ σήμερα, στα 64,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019.
Συνολικά, το ιδιωτικό χρέος ξεπερνάει τα 230 δισ. ευρώ (τράπεζες, εφορία, ταμεία) και μόνο αν μειωθούν σημαντικά αυτά τα χρέη θα μπορεί να πάρει και πάλι μπροστά η οικονομία. Τότε γιατί ο κ. Τσίπρας δεν υλοποιεί την υπόσχεσή του για Σεισάχθεια;
Η απάντηση στο ποιος θα διέθετε τα χρήματα αυτά είναι, φυσικά, οι φορολογούμενοι, που σημαίνει ότι εγείρεται τεράστιο ζήτημα ηθικού κινδύνου, αφού οι συνεπείς καλούνται συνεχώς ως… μόνιμα κορόιδα, να πληρώνουν για τους «πονηρούς». Η Σεισάχθεια, λοιπόν, δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή ούτε στη φαντασία του πιο φανατικού οπαδού της περιόδου που ο κ. Τσίπρας καλούσε σε επανάσταση. Κατά συνέπεια, ο πρωθυπουργός πρέπει να βρει άλλες λύσεις και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό. Διότι εκτός από τα πλεονάσματα και το χρέος, οι αγορές πλέον εστιάζουν στο ζήτημα του ιδιωτικού χρέους και ζητούν μέτρα για την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας.
Μία λύση είναι ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών. Πολλοί από αυτούς «κρύβονται» στο νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και ακόμη περισσότεροι κρύβονται μέσα στο χάος της φοροδιαφυγής και του μαύρου χρήματος. Η έννοια των στρατηγικών κακοπληρωτών δεν ήταν ευχάριστη στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί πρώτοι την χρησιμοποίησαν οι «κακοί τραπεζίτες». Όταν οι τράπεζες έλεγαν ότι πρέπει να επιταχυνθούν οι πλειστηριασμοί για να βγουν από την κρυψώνα τους εκείνοι που εσκεμμένα δεν πληρώνουν γιατί δεν φοβούνται ότι θα τους πάρουν το σπίτι, ο ΣΥΡΙΖΑ φώναζε «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη».
Στη συνέχεια, η Τρόικα έσφιξε τη θηλιά και ζήτησε επιτακτικά την έναρξη και επιτάχυνση των πλειστηριασμών για να κλείσουν οι αξιολογήσεις, με αποτέλεσμα τα στελέχη της κυβέρνησης να αλλάξουν ρητορική, αφού μέλημά τους ήταν να πανηγυρίσουν κάποια στιγμή την έξοδο από τα μνημόνια. Έτσι, ξαφνικά, οι πλειστηριασμοί έγιναν αναγκαίοι για τον ΣΥΡΙΖΑ, για να εντοπιστούν οι «μπαταχτσήδες» και να προστατευθούν όσοι έχουν πραγματική ανάγκη. Όμως, χάθηκαν σχεδόν 3 ολόκληρα χρόνια για τις τράπεζες – και το φαινόμενο γιγαντώθηκε - μέχρι να καταλάβουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι οι συνεπείς δανειολήπτες είναι τα κορόιδα της υπόθεσης.
Η οριστική λύση για τα «κόκκινα» δάνεια είναι η ανάπτυξη, όμως και πάλι, η πραγματική οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο, αφού το ιδιωτικό χρέος συγκρατεί από μόνο του την οικονομική δραστηριότητα. Ανώτατες τραπεζικές πηγές επισημαίνουν την ανάγκη να υπάρξουν συντονισμένες δράσεις για την διασφάλιση μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων που θα βάλουν σε μία σειρά το θέμα των «κόκκινων» δανείων.
Η αξιοποίηση των αδιάθετων κεφαλαίων του τρίτου προγράμματος που είχαν σκοπό την ενίσχυση των τραπεζών εγκαταλείφθηκε και πλέον οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν σε μαζικές πωλήσεις δανείων την επόμενη διετία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι το κυβερνητικό επιτελείο δεν διαθέτει κανένα απολύτως σχέδιο έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους με τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τις τράπεζες και ταυτόχρονα θα προστατεύει το κοινωνικό σύνολο.
Μία υποσημείωση για τα «κόκκινα» δάνεια: Ακόμη και αν οι ελληνικές τράπεζες μειώσουν τα NPEs τα επόμενα χρόνια, ένα μεγάλο μέρος της αποκλιμάκωσης του ποσοστού τους επί του συνόλου δεν θα έχει διευθετηθεί, απλώς θα έχει φύγει από τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Όσο νοικοκυριά και επιχειρήσεις πνίγονται από τα χρέη σε τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, τόσο η ανάπτυξη θα χρειάζεται ένα θαύμα.
Η μείωση των φόρων θα ήταν μία ανάσα για την πραγματική οικονομία, όμως την ίδια ώρα, στην υψηλή φορολόγηση βασίζεται η επίτευξη των υπερβολικών πλεονασμάτων που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση για τα επόμενα χρόνια. Ακόμη και με πολιτική αλλαγή, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να πείσει ότι μπορεί να πετυχαίνει τους στόχους και αυτή είναι μία δύσκολη εξίσωση αν λάβουμε υπόψη ότι θα θέλει να μειώσει τη φορολογία, αφού θα αναγκαστεί να βρει άλλες πηγές για τα πλεονάσματα.