Η πληθωριστική κρίση και το «λίπος» των 3,5 τρισ.
Shutterstock
Shutterstock

Η πληθωριστική κρίση και το «λίπος» των 3,5 τρισ.

Η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού από πέρσι έχει προκαλέσει βαθιά κρίση με επίκεντρο το κόστος διαβίωσης. Μία κρίση που πιέζει ασφυκτικά έως και καταστρέφει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Η μοναδική ασπίδα σε αυτή την αναταραχή είναι η ανάπτυξη (σε όποιες χώρες επιτυγχάνεται) και τα μέτρα στήριξης που έχουν εφαρμοστεί από τις κυβερνήσεις. Εκτιμάται ότι σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη,  τα νοικοκυριά έχουν βάλει στην άκρη περίπου 3,5 τρισ. δολάρια, χρήματα που διατέθηκαν κατά τη διάρκεια κυρίως της πανδημίας και αργότερα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.

Όμως τα ποσά αυτά δεν αφορούν τους πάντες. Το μεγαλύτερο κομμάτι τους αφορά στα υψηλότερα εισοδήματα που έχουν την πολυτέλεια να εξοικονομούν. Πιο αναλυτικά, οι Ευρωπαίοι υπολογίζεται ότι συγκέντρωσαν οικονομίες ύψους 1 τρισ. ευρώ, ενώ οι Αμερικανοί «κάθονται» πάνω σε ένα… μαξιλάρι οικονομιών ύψους 2,4 τρισ. δολαρίων, από το οποίο έχουν ήδη ξοδέψει τα 800 δισ. δολάρια.

Θεωρητικά, τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να μπορέσουν τα νοικοκυριά να διατηρήσουν το ίδιο βιοτικό επίπεδο σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Το «λίπος» όμως δεν… καίγεται με τον ρυθμό που θα περίμενε κανείς και αυτό οφείλεται κυρίως σε τρεις παράγοντες.

Ο πρώτος σχετίζεται με το γεγονός ότι η επιπλέον αποταμίευση γίνεται από τα νοικοκυριά με υψηλότερο εισόδημα και πολλές φορές αφορούν assets που δεν είναι εύκολα ρευστοποιήσιμα. Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με τις καταθέσεις. Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται η Oxford Economics, με τις καταθέσεις να αυξάνονται για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία, τα νοικοκυριά έχουν μεγαλύτερη διάθεση να αποταμιεύσουν. Τέλος, η Oxford Economics σημειώνει ότι οι τραπεζικές ανησυχίες κάνουν τα νοικοκυριά να τηρούν γενικότερα μία πιο επιφυλακτική στάση.

Την ίδια ώρα, η Capital Economics σημειώνει ότι η επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής τον τελευταίο χρόνο έχει οδηγήσει σε μεγάλη άνοδο το κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης και αυτός από μόνος του είναι ένας λόγος που η κατανάλωση υποχωρεί. Και επειδή τα επιτόκια αναμένεται να αυξηθούν τους επόμενους μήνες, ο βρετανικός οίκος προβλέπει ότι η κατανάλωση και συνολικά η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνουν ασθενείς.

Όμως οι εν λόγω τάσεις μπορούν να αντιστραφούν μεσοπρόθεσμα. Για παράδειγμα, τα υψηλότερα εισοδήματα θα αρχίσουν να ξοδεύουν περισσότερα όταν η Ευρωζώνη επιστρέψει σε ανάπτυξη, ενώ γενικότερα η κατανάλωση θα αυξηθεί όταν υποχωρήσει η αβεβαιότητα στην αγορά εργασίας. Όλα αυτά, εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους το 2024, όταν θα ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ.

Η κατάσταση είναι διαφορετική στις ΗΠΑ, όπου τα νοικοκυριά έχουν ήδη ξοδέψει 800 δις. δολάρια, που αντιστοιχούν σχεδόν στο 1/3 των επιπλέον αποταμιεύσεων. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω των μεγαλύτερων δημοσιονομικών πακέτων στήριξης που διατέθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αντιθέτως, στην Ευρώπη, οι αποταμιεύσεις περιλαμβάνουν και ένα μεγάλο κομμάτι από χρήματα που απλώς δεν δαπανήθηκαν.

Αν οι Ευρωπαίοι αρχίσουν ναι «καίνε» από το λίπος, η ανάπτυξη θα έρθει πιο γρήγορα για την ευρωπαϊκή οικονομία και θα μπορούσε να αγγίξει ακόμη και το 3% το 2024, με την ελληνική οικονομία να έχει την ευκαιρία να τρέξει με ακόμη υψηλότερο ρυθμό και να ολοκληρώσει μία τετραετία 2021-2024 με ανάπτυξη που κατά μέσο όρο θα φτάνει ετησίως το 5%. Βέβαια, μία ταχύτερη του αναμενόμενου ανάπτυξη στην Ευρώπη το πιθανότερο είναι να εμποδίσει την αποπληθωριστική διαδικασία, αναγκάζοντας την ΕΚΤ να διατηρήσει τα επιτόκιο υψηλότερα, ενδεχομένως 1%-1,5% πάνω από το βασικό σενάριο.