Η μεγάλη και πάλαι ποτέ κραταιά γαλακτοβιομηχανία του Βορρά, με την πολύ σημαντική κληρονομιά στη διείσδυση των προϊόντων της στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε ένα ξεκάθαρο τέλμα. Όμηρος, ουσιαστικά, των ενδοοικογενειακών διαφορών και μικροσυμφερόντων των μετόχων της, που με τις αποφάσεις τους έχουν κατά καιρούς εγκλωβίσει την παραγωγή και τους εργαζομένους και συνολικά υποθηκεύσει το μέλλον της εταιρείας.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω πρακτικών είναι, μεταξύ άλλων, η κατακόρυφη πτώση των πωλήσεων της ΜΕΒΓΑΛ σε βάθος δεκαετίας, και η αθέτηση υποχρεώσεων προς εργαζομένους, συνεργάτες και πιστώτριες τράπεζες. Αποκορύφωμα των προβληματικών αποφάσεων και κινήσεων αποτέλεσε η πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας των μετόχων της εταιρείας για μία αύξηση της τάξης των €10 εκατ. Συγκεκριμένα, η οικογένεια Χατζάκου, η ΔΕΛΤΑ και η οικογένεια Παπαδάκη-Χατζηθεοδώρου ενέκριναν την πρόταση των Χατζάκου και ΔΕΛΤΑ για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της γαλακτοβιομηχανίας, με την οικογένεια Συμεωνίδη να απέχει.
Έχει πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η απόφαση αυτή των μετόχων υποτίθεται ότι θα εξυγιάνει τη ΜΕΒΓΑΛ και θα σφραγίσει την παραμονή της σε «ελληνικά χέρια». Κι έχει ενδιαφέρον διότι δείχνουν να αγνοούνται βασικές παράμετροι που διαμορφώνουν τις επιτακτικά αντικειμενικές συνθήκες σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας να επιβιώσει. Έγκυρες πληροφορίες κάνουν λόγο για οφειλές €5 εκατ. μόνο στους εργαζομένους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι οφειλές προς ελληνικό δημόσιο, γαλακτοπαραγωγούς και τράπεζες. Την ίδια στιγμή η κ. Χατζάκου ισχυρίζεται ότι €3,2 εκ. επαρκούν για να ενισχύσουν τη ρευστότητα της εταιρείας.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις τελευταίες, η ΜΕΒΓΑΛ διατηρεί περί τα €40 εκατ. μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σύμφωνα με κορυφαίες τραπεζικές πηγές. Το γεγονός αυτό έχει αποκλείσει την εταιρεία από νέες χρηματοδοτήσεις, και ως εκ τούτου είναι απορίας άξιος ο πρόσφατος ισχυρισμός της κ. Χατζάκου ότι υπάρχουν και άλλες πηγές, εκτός τραπεζών, που δύνανται να προσφέρουν χρηματοδότηση.
Εκπρόσωποι των εργαζομένων δε, εκφράζουν τις έντονες ανησυχίες τους ότι η συμφωνηθείσα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην ουσία συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, αποπληρωμή οφειλών προς τους μετόχους της ΜΕΒΓΑΛ με άμεση συνέπεια περικοπές μισθών και θέσεων εργασίας, ενώ διατυπώνονται βάσιμες υποψίες ότι η παραγωγή στη μονάδα της Θεσσαλονίκης στα Κουφάλια δεν θα μείνει ανεπηρέαστη.
Άνθρωποι σε νευραλγικές θέσεις, τόσο στις τράπεζες όσο και τη βιομηχανία, έχουν αντιληφθεί ότι η κατάσταση βρίσκεται σε ένα απόλυτα οριακό σημείο, χωρίς περιθώρια μυωπικών και καιροσκοπικών φιλοδοξιών. Κι αυτό την ίδια στιγμή που «περνάει στα ψιλά» πρόταση του fund Bain Capital στη διοίκηση της ΜΕΒΓΑΛ για άμεση ένεση νέου κεφαλαίου €20 εκατ. στην εταιρεία, με ανάληψη της διοίκησης για όσο διάστημα χρειάζεται για την εξυγίανση και επιστροφή της στην ανάπτυξη.
Το αξιοσημείωτο είναι όχι τόσο ότι η πρόταση αυτή απορρίφθηκε -ενώ ταυτόχρονα φέρεται να χαίρει της υποστήριξης του εργατικού δυναμικού της ΜΕΒΓΑΛ- αλλά το γεγονός ότι η διοίκηση στέκεται προκλητικά απέναντι στις πιστώτριες τράπεζες, αγνοώντας μια πρόταση που αυτή τη στιγμή αποτελεί μονόδρομο για την κάλυψη των υποχρεώσεών της απέναντί τους αλλά και για τη σωτηρία της ΜΕΒΓΑΛ.
Ακόμη και η πρόσφατη υπόθεση της Μαρινόπουλος δεν θα έπρεπε να φέρνει ένα μάθημα για τις Τράπεζες; Ότι απαιτούνται υγιή κεφάλαια για τη διάσωση και εξυγίανση των ιστορικών επιχειρήσεων της χώρας που έχουν στην πλάτη τους χιλιάδες θέσεις εργασίας και κατ' επέκταση ελληνικές οικογένειες. Είναι κρίμα να διακυβεύονται τόσα πολλά, στο όνομα επιφανειακών business plans που στην πράξη αποδεικνύονται ανεπαρκή.
Οι μεγάλες βιομηχανίες δεν έχουν την πολυτέλεια -στην πραγματικότητα δεν την είχαν ποτέ- να λειτουργούν με όρους «Ψωροκώσταινας» και οικογενειακής επιχείρησης. Απαιτείται τεχνογνωσία, διοικητική εμπειρία και διεθνείς διασυνδέσεις. Απομένει αυτό να γίνει στην πράξη αντιληπτό από τις τράπεζες, κι αυτές να δράσουν με αποφασιστικότητα για την αδιαπραγμάτευτη προστασία του συμφέροντός τους, που εν προκειμένω είναι το συμφέρον τόσο της ΜΕΒΓΑΛ, της εγχώριας γαλακτοβιομηχανίας και της ελληνικής οικονομίας συνολικά.