Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Θα γίνει «κούρεμα» στις καταθέσεις; Αυτό είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τους Έλληνες πολίτες από το 2010, όταν η Ελλάδα έμπλεξε στον κυκεώνα των μνημονίων. Οι ανησυχίες ενισχύθηκαν όταν φάνηκε ότι οι τράπεζες είχαν κεφαλαιακό πρόβλημα και έγιναν ακόμη πιο έντονες μετά το, μέχρι τότε αδιανόητο, «κούρεμα» στην Κύπρο – το οποίο άγγιξε πολλούς Έλληνες καταθέτες.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα μεγαλεπήβολα σχέδια για τη δημιουργία μίας στιβαρής τραπεζικής ένωσης στην οποία όλα... θα είναι αρμονικά πλασμένα εμπεριείχαν – και μάλιστα στους βασικούς πυλώνες – την ίδρυση ενός ταμείου εγγύησης καταθέσεων. Αναμφίβολα, το project της τραπεζικής ένωσης ήταν εξαρχής φιλόδοξο, όπως και όλες οι προσπάθειες που έχουν γίνει για την ενοποίηση πολλών οικονομιών με ουσιαστικές ανομοιογένειες.
Σήμερα, με το σχέδιο που φέρεται να προωθεί η Κομισιόν, αποδεικνύεται ότι οι υποσχέσεις θα μείνουν υποσχέσεις, καθώς είναι ειλημμένη η απόφαση της Γερμανίας να προτιμήσει μία Ευρώπη πολλών ταχυτήτων παρά μία Ευρώπη όπου οι κίνδυνοι θα αμοιβαιοποιούνται. Αυτό που στην ουσία συνέβη είναι ότι η Γερμανία δεν κάνει πίσω και η Κομισιόν κάνει. Είναι έτοιμη να προτείνει ένα σχέδιο βάσει του οποίου πρώτα θα μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια και άρα θα περιοριστούν σημαντικά οι κίνδυνοι και... μετά βλέπουμε.
Την ίδια ώρα, η Ευρώπη αλλάζει και όσο αλλάζει... φοβάται τον ίδιο της τον εαυτό, ενώ οι καταθέτες «μάχονται» με τους φορολογούμενους για το ποιος θα πληρώσει πρώτος τις τραπεζικές αμαρτίες του παρελθόντος.
Και ενώ στις Βρυξέλλες γνωρίζουν ότι το πραγματικό debate είναι αν θα βγουν τα χρήματα από την αριστερή ή τη δεξιά τσέπη, αφού καταθέτες και φορολογούμενοι πολλές φορές είναι τα ίδια πρόσωπα, η Γερμανία επιμένει σε μία στάση που αναμένεται να γίνει ακόμη πιο σκληρή τα επόμενα χρόνια. Η διαφαινόμενη είσοδος των Φιλελεύθερων στην κυβέρνηση δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης της υφιστάμενης πολιτικής του Βερολίνου.
Το στοιχείο της ανομοιογένειας χαρακτηρίζει την Ευρώπη σε πολλά πεδία και τα «κόκκινα» δάνεια δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Η εν λόγω ανομοιογένεια, μάλιστα, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την τραπεζική ενοποίηση. Διότι, πολύ απλά, οι χώρες με τις πιο υγιείς τράπεζες φοβούνται ότι θα κληθούν κάποια στιγμή να πληρώσουν τον λογαριασμό άλλων. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις χώρες που έχουν τραπεζικά προβλήματα λόγω κρίσης. Με την αμοιβαιοποίηση των τραπεζικών κινδύνων δημιουργείται θέμα ηθικού κινδύνου καθώς κάποιες τράπεζες θα μπορούσαν να ακολουθούν πιο χαλαρές πρακτικές πιστοδοτήσεων.
Είναι αλήθεια ότι η Ευρώπη βιώνει μία εποχή εξαιρετικά «περίεργη», αν όχι επικίνδυνη. Ενώ προσπαθεί να διατηρήσει και να ενισχύσει την ανάκαμψη της οικονομίας, μετά από δύο απανωτές κρίσεις, οι αποσχιστικές τάσεις και οι φωνές ενάντια στην ηγετική συμπεριφορά της Γερμανίας αυξάνονται.
Ελπίζοντας να ξεφύγει από την κρίση και την επακόλουθη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, η ευρωπαϊκή ηγεσία θα ήθελε να μπορεί να προσφέρει το «τυράκι» της προστασίας των καταθέσεων. Όμως το γερμανικό βέτο αποδεικνύεται ισχυρότερο όλων: οι καταθέσεις θα ασφαλιστούν όταν δεν θα υπάρχει περίπτωση να «κουρευτούν».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρώτα οι τράπεζες θα πρέπει να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια σε βιώσιμα επίπεδα και μετά θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες ασφάλισης των καταθέσεων. Όχι, βέβαια, όλων των καταθέσεων αλλά έως του ποσού των 100 χιλ. ευρώ.
Πότε θα γίνει; Οι αριθμοί δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος. Στο πρώτο τρίμηνο του 2017 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των 124 «συστημικών» τραπεζών της Ευρωζώνης, διαμορφώθηκαν στα 865 δισ. ευρώ ή στο 6% του συνόλου των δανείων. Το 6% δεν είναι μεγάλο ποσοστό, όμως έξι χώρες, με πρώτες και... καλύτερες την Κύπρο, την Ελλάδα και την Ιταλία, εμφανίζουν διψήφια ποσοστά.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος είναι η Ιταλία. Παρά τις ουσιαστικές κινήσεις που έγιναν με τις πωλήσεις μεγάλων πακέτων, τα προβληματικά δάνεια στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης παραμένουν σε εξαιρετικά ανησυχητικό επίπεδο, αγγίζοντας το 20% του ΑΕΠ.
Αναλυτές εκτιμούν ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων – με σωστές κινήσεις από πλευράς τραπεζών και μεγάλη ώθηση από την ανάπτυξη της οικονομίας – οι τράπεζες θέλουν τουλάχιστον 5 χρόνια για να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια σε ικανοποιητικά επίπεδα. Αν κυλήσουν όλα ομαλά, τότε θα μπορέσουν να ξεκινήσουν οι συζητήσεις για την πραγματική και όχι εικονική προστασία των καταθέσεων. Αρκεί, βέβαια, η Ευρώπη να είναι και τότε σε... διάθεση ενοποίησης.