Μπορεί χθες οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης να μετέθεσαν για τον Απρίλιο τις αποφάσεις αναφορικά με την απόσυρση των μέτρων στήριξης που έχουν λάβει όλες οι χώρες, ωστόσο πλέον ο χρόνος όπου η ελληνική οικονομία θα πρέπει να βρει τον βηματισμό της… χωρίς δεκανίκια έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα. Τα πάντα βέβαια είναι συνάρτηση της πανδημίας, όμως στο βαθμό που ο εμβολιασμός προχωρήσει κανονικά και ξεπεραστούν οι αρρυθμίες που έχουν δημιουργηθεί με την παραγωγή και τη διάθεση των εμβολίων, η έξοδος από το τούνελ είναι ορατή.
Ήδη οι πλέον αισιόδοξοι, όπως ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας εκτιμούν ότι η οικονομία θα καταφέρει να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το δεύτερο τρίμηνο του 2021, παρότι ο ίδιος είναι ο πρώτος που έχει χτυπήσει το καμπανάκι για τις σκληρές συνέπειες της πανδημίας στο τραπεζικό σύστημα με νέα κόκκινα δάνεια 8-10 δισ. ευρώ.
Για το πρώτο τρίμηνο η ύφεση εκτιμάται ότι θα αγγίξει το 10%, ένα μέγεθος τρομακτικό για τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας που υπέστη σχεδόν αντίστοιχες απώλειες την προηγούμενη χρονιά.
Οι επιδόσεις του δευτέρου τριμήνου όμως αποτελούν σε μεγάλο βαθμό το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα του κρατικού χρήματος που έχει με το ένα ή άλλο τρόπο πέσει στην αγορά. Τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων και τόνωσης της ρευστότητας σύμφωνα με τον υφυπουργό Οικονομικών Γ. Ζαββό έχουν φθάσει τα 24 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 4,9 δισ. ευρώ αφορούν μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση τα οποία οδήγησαν σε μείωση των εσόδων όπως η μείωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος, αναστολές καταβολής ΦΠΑ και κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων των οποίων οι συμβάσεις τίθενται σε αναστολή .
Τα 10,7 δισ. ευρώ αφορούν αύξηση των δαπανών η οποία προέκυψε από μέτρα όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή η αποζημίωση ειδικού σκοπού των εργαζομένων των οποίων οι συμβάσεις τίθενται σε αναστολή, αλλά ακόμα και μέτρα όπως είναι η κάλυψη δαπανών εξοπλισμού για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και προσλήψεις έκτακτου υγειονομικού προσωπικού.
Μόνον μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής οι ενισχύσεις που έχουν δοθεί φτάνουν τα 7 δισ. ευρώ . Πρόκειται στην ουσία για χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες θα ήταν ανέφικτο να δανειοδοτηθούν με τραπεζικά κριτήρια.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης δήλωσε πρόσφατα στη Βουλή ότι το ο οικονομικό επιτελείο βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας των τελικών προτάσεων που θα παρουσιαστούν για τα «μέτρα εξόδου αλλά και για τις επόμενες ενισχύσεις». Ο ίδιος επεσήμανε πως ο στόχος των χρηματοδοτικών εργαλείων δεν μπορεί να είναι μόνο ο τζίρος μιας επιχείρησης αλλά και η διατήρηση των θέσεων εργασίας και «η πολιτική μας οφείλει να ισορροπεί ανάμεσα στη στήριξη των επιχειρήσεων για να επιβιώσουν, ειδικά οι οριακές, αλλά και η στήριξη των θέσεων εργασίας.
Τα υπόλοιπα από τα κεφάλαια που έχουν δοθεί για την ενίσχυση των επιχειρήσεων αφορούν κατά κύριο λόγο μέτρα ρευστότητας. Έτσι ποσό 2,5 δισ. ευρώ για παρεμβάσεις παροχής ρευστότητας και συγκεκριμένα για προγράμματα «Ταμείου Επιχειρηματικότητας ΙΙ», το λεγόμενο «ΤΕΠΙΧ ΙΙ» και «Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων».
Τέλος σε 5,7 δισ. ευρώ υπολογίζονται τα κεφάλαια που προκύπτουν από τη μόχλευση των χρηματοδοτικών εργαλείων του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας. Είναι ενδεικτικό ότι ως το τέλος του 2020 μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ έχουν διοχετευθεί 2 δισεκατομμύρια ευρώ σε δεκαεπτά χιλιάδες οκτακόσιες τέσσερις (17.804) μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Βέβαια οι αντοχές του Προϋπολογισμού όπως ήδη έγινε εμφανές από τα στοιχεία εκτέλεσης του Ιανουαρίου, δεν είναι απεριόριστες. Έτσι παρά τη δημοσιονομική χαλάρωση κάποια στιγμή θα πρέπει να ξεκινήσει η απόσυρση των μέτρων και η συνέχιση μόνο κάποιων εξ αυτών πλέον σε στοχευμένη βάση.
Αργά ή γρήγορα οι επιχειρήσεις θα πάψουν να επιβιώνουν με τα δεκανίκια της επιστρεπτέας προκαταβολής, της μείωσης ενοικίων και των λοιπών μέτρων στήριξης. Και εκεί θα τραβηχτεί το πέπλο που αυτή τη στιγμή σκεπάζει τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας και θα αρχίσουν να αποτυπώνονται οι συνέπειες. Πολλές από τις μικρομεσαίες εταιρείες, εκτιμάται πως δεν θα αντέξουν να συνεχίσουν χωρίς τη βοήθεια του κράτους και με μια αγορά αρκετά διαφορετική από εκείνη που άφησαν πίσω τους στις αρχές του 2020.
Πρόγευση για τις συνέπειες που θα έχει μία τέτοια εξέλιξη στην αναπτυξιακή διαδικασία δίνουν οι προβλέψεις της Κομισιόν. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές η επάνοδος του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2019 δεν θα έρθει νωρίτερα από τους τελευταίους μήνες του 2022.
Eιδικότερα για την Ελλάδα κρίσιμη παράμετρος για την εξέλιξη του ΑΕΠ όπως παραδέχτηκε και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στην πρόσφατη συνέντευξη του στο Bloomberg θα είναι η εξέλιξη του τουρισμού.
Οι υφιστάμενες προβλέψεις αναφέρουν ότι οι τουριστικές εισπράξεις θα κυμανθούν φέτος στα επίπεδα των 6,5 με 7 δισ. ευρώ. Τούτο συνεπάγεται ότι θα υπάρχει μία υστέρηση της τάξης του 62% σε σχέση με το 2019 , επομένως η απώλεια στα έσοδα και με ότι αυτό συνεπάγεται για το ΑΕΠ θα ξεπεράσει τα 11 δισ. ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έκθεση με τις χειμερινές προβλέψεις η ΕΕ επισημαίνει ότι εμβολιασμός του πληθυσμού «θα στηρίξει μία σταδιακή μόνο επιστροφή των τουριστών στην Ελλάδα».
Αν επιβεβαιωθούν αυτές οι προβλέψεις ή ακόμη κι αν εξελιχθούν λίγο καλύτερα, η πραγματικότητα θα αποδειχθεί πολύ σκληρή για έναν πολύ μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών και εργαζομένων.