Η πανδημία που ταλανίζει τον πλανήτη εδώ και παραπάνω από έναν χρόνο, δεν έχει κόστος μόνο σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε οικονομική κλίμακα, προκαλώντας τους σοβαρότερους κλυδωνισμούς των τελευταίων δεκαετιών.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις και τις αναφορές της Παγκόσμιας Τράπεζας, παρά την αναμενόμενη ανάκαμψη του 21, δε θα μπορέσει να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό που δημιουργήθηκε το 2020.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες είναι εκείνες που θίγονται σε αισθητά μεγαλύτερο βαθμό, ενώ σημαντική ύφεση θα σημειωθεί και στις αναδυόμενες οικονομίες, αναδεικνύοντας μία σειρά από ήδη υπάρχοντα προβλήματα και παθογένειες, τόσο στο εσωτερικό των οικονομικών δεδομένων τους, όσο και στην τοποθέτησή τους στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα.
Οι μεν ανεπτυγμένες οικονομίες είχαν ως σύνολο σημειώσει πτώση κατά -3,3% του ΑΕΠ τους, σε σχέση με το 2009 και την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και οι αναπτυσσόμενες είχαν καταφέρει να έχουν στο σύνολο τους μια άνοδο κατά +1,2% του ΑΕΠ.
Το πιο ανησυχητικό από τα μέχρι τώρα δεδομένα είναι ότι η πανδημία θα οδηγήσει σε σημαντικότατη μείωση του βιοτικού επιπέδου, στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, παίρνοντας τα ηνία της πιο εκτεταμένης οικονομικής κατάρρευσης του 20ου αιώνα, με το 94% των χωρών να πλήττονται.
Η απροσδιόριστη διάρκεια της πανδημίας, αποτελεί ακόμα ένα στοιχείο ανασφάλειας καθώς και ενδεχόμενης ανακρίβειας επί των τελικών επιπτώσεών της σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα δεδομένα αυτά συνθέτουν μια πρωτόγνωρη εικόνα διεθνώς, με την οργάνωση της παραγωγής να αναδιαμορφώνεται, την κοινωνική δομή να ανασυγκροτείται και τις προοπτικές ασφάλειας και ευημερίας των πολιτών να τίθενται σε σαφή κίνδυνο.
Η πανδημία άλλαξε ακόμα, τους διεθνείς οικονομικούς συσχετισμούς, προκαλώντας σοβαρές μετατοπίσεις στις διεθνείς αγορές καθώς και στο γενικότερο γεωπολιτικό σκηνικό.
Τα αντανακλαστικά της κάθε χώρας και η «αυτοοργάνωσή» της απέναντι στις πρωτόγνωρες αυτές προκλήσεις, είναι τα στοιχεία εκείνα που θα διαμορφώσουν την επανατοποθέτησή της στις διεθνείς σχέσεις ισχύος.
Είναι μάλιστα προφανές ότι όσο πιο αλληλεξαρτώμενες είναι οι οικονομίες, τόσο ευρύτερες θα είναι και οι αλλαγές που θα γίνουν σε αυτές, ώστε να εξασφαλίσουν την όσο γίνεται ομαλότερη συνέχιση των συναλλαγών τους με όσες βρίσκονται σε συνεργασία.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η δημόσια συζήτηση χαρακτηρίζεται από αρνητικές και έντονα υφεσιακές προβλέψεις, θέτοντας στο επίκεντρο την πλέον δυσοίωνη οπτική των δεδομένων, με χρεοκοπίες επιχειρήσεων και κατάρρευση κλάδων.
Αν και τα ακραία αυτά σενάρια μαζικής κατάρρευσης κλάδων ίσως τελικά να μην επαληθευθούν, το πλήγμα είναι και θα είναι και στο εγγύς μέλλον, όντως σημαντικό για μία ήδη ταλαιπωρημένη οικονομία που βρισκόταν σε τροχιά ανάκαμψης.
Ένα πρώτο και άμεσο όπλο στην διαχείριση αυτής της κρίσης είναι τα χρηματοδοτικά εργαλεία και η αποζημιωτική πολιτική. Οι πόροι όμως δεν είναι ανεξάντλητοι ούτε σε εθνικό αλλά ούτε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα και μετά την σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας (ΕΤΑΑ), έπειτα από σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Ιούλιο του 2020.
Στο γενικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαχείρισης της πανδημίας, εντοπίζεται η βάση πολλών διαθρωτικών μεταβολών, τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και σε συνάρτηση ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η Ελλάδα προωθεί με ασυνήθιστα ταχείς ρυθμούς πολιτικές προσαρμογής στην νέα κατάσταση με τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες που φαίνεται ότι ακολουθεί και αποδέχεται η πλειοψηφία των πολιτών οι οποίοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα.
Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα καλείται να επιδείξει αυτή την προσαρμοστικότητα μέσα σε μία κατάσταση ιστορικά βεβαρημένη από την δεκαετία της κρίσης καθώς και από την αυξανόμενη ένταση της τουρκικής προκλητικότητας, με την Τουρκία να εμφανίζεται χαρακτηριστικά έντονα απειλητική, σε μία προσπάθεια να στρέψει την προσοχή του εσωτερικού της ακροατηρίου προς άλλη κατεύθυνση.
Εντός λοιπόν ενός έντονα στενού χρονικού πλαισίου δράσης και με τα οικονομικά δεδομένα να μη δίνουν περιθώριο ελλιπούς προετοιμασίας ή αναποτελεσματικότητας, η χώρα μας καλείται να σχεδιάσει και να εφαρμόσει πρωτοβουλίες που εμφανίζουν τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
Στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων που τέθηκαν εκτός δραστηριότητας λόγω των περιοριστικών μέτρων, με στόχο την άμεση επανένταξη τους και την πλήρη συμμετοχή τους στα οικονομικά δεδομένα της χώρας, όταν αυτά επανέλθουν σε συνθήκες κανονικότητας.
Σχεδιασμός και εφαρμογή των κατάλληλων αντανακλαστικών της ελληνικής οικονομίας, που θα πρέπει να εδράζονται στον τομέα των νέων επενδύσεων, των σύγχρονων υποδομών καθώς και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού. Ο βασικός αυτός πυλώνας θα καταστήσει την οικονομία περισσότερο ανθεκτική σε παρόμοιες διαταράξεις του μέλλοντος.
Υιοθέτηση νέων τεχνολογικών δεδομένων τόσο στη λειτουργία των επιχειρήσεων, όσο και στις επικοινωνίες, την παραγωγή και την εκπαίδευση, αποτελούν σημαντικό κομμάτι των αλλαγών που θα πρέπει να επιτευχθούν, και μάλιστα ίσως δούμε και άλλες ευρωπαϊκές χώρες να κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση ενός πιο ανθεκτικού μοντέλου που θα βασίζεται στην υιοθέτηση πρωτοπόρας τεχνολογίας, γνώσης, ενεργειακής επάρκειας και προστασίας του περιβάλλοντος, είναι στοιχεία που ευθυγραμμίζονται πλήρως και με τις κατευθύνσεις της Ευρώπης Νέας Γενιάς (Next Generation EU).
Σχεδιάζοντας και υλοποιώντας μία ενιαία στρατηγική γενικότερης προσαρμογής, τόσο σε αναπτυξιακό όσο και σε ευρύ θεσμικό πλαίσιο, η Ελλάδα θα μπορέσει να περιορίσει τις απειλές της τρέχουσας κατάστασης, με αμεσότητα και αποτελεσματικότητα καθώς και να αναπτύξει μια δέσμη αποτελεσματικών μέτρων και πολιτικών για την αντιμετώπιση μελλοντικών αναταράξεων.
Κρίνεται λοιπόν απολύτως απαραίτητο να ανοίξει η συζήτηση και ο δρόμος ώστε να επιτευχθούν οι σχετικές παρεμβάσεις, με κεντρικό πυλώνα δράσης τη διαμόρφωση μίας ατζέντας ώριμων μεταρρυθμίσεων σε όλα εκείνα τα πεδία που έχει ανάγκη η χώρα.
*Η Μαρία Σταματοπούλου είναι σύμβουλος πολιτικής επικοινωνίας