Του Γιώργου Φιντικάκη
Ζούμε για να πληρώνουμε φόρους και εισφορές. Σε αυτή τη μεγάλη ληστεία που χρόνο με το χρόνο γίνεται όλο και πιο άγρια, το κράτος βάζει φέτος ακόμη βαθύτερα το χέρι του στην τσέπη μας, αναγκάζοντάς μας να δουλέψουμε ακόμη περισσότερες ημέρες απ' ότι πέρυσι μόνο για να πληρώσουμε Εφορία και Ταμεία. Και φυσικά την ίδια ώρα που πληρώνουμε φόρους Σκανδιναβίας, συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε βαλκανικές παροχές.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), ο μέσος εργαζόμενος υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί να "δώσει" φέτος για τον ίδιο σκοπό ακόμη περισσότερες ημέρες δουλειάς απ' ότι πέρυσι.
Από περίπου 142 ημέρες εργασίας το 2006, εξαιτίας των μνημονιακών επιβαρύνσεων φτάσαμε να δίνουμε 188 ημέρες το 2016, αριθμός που ανήλθε περύσι μεταξύ 190 και 200, και όλα δείχνουν ότι φέτος θα είναι ακόμη μεγαλύτερος. Δηλαδή θα εργαστούμε δύο επιπλέον μήνες σε σχέση με το 2006 για να πληρώσουμε το κράτος.
"Αποτέλεσμα αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς ότι ο φετινός προυπολογισμός προβλέπει αυξημένους κατά 951 εκατ ευρώ φόρους έναντι των αντίστοιχων του 2017, που επίσης ήταν αυξημένοι έναντι των προηγούμενων ετών", όπως λέει στο Liberal ο Νίκος Ρώμπαπας, εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ). Και εκτιμά ότι οι ημέρες εργασίας που θα δουλέψουμε τελικά φέτος για να ξεχρεώσουμε φόρους και εισφορές θα είναι περισσότερες απ' ότι πέρυσι, συνεχίζοντας σταθερά την ανοδική τάση που καταγράφεται από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα.
Στη χώρα που από πλευράς παροχών και κοινωνικού κράτους είναι μάλλον βαλκανική, η φορολογική επιβάρυνση για το μέσο εργαζόμενο έφτασε πέρυσι, σύμφωνα με την προ ημερών έκθεση του ΟΟΣΑ, στο 39%, όσο περίπου και στην Φιλανδία (38,4%), στη Σουηδία (38,2%) και στο Βέλγιο (38,3%). Κράτη δηλαδή όπου όχι μόνο η προνοιακή πολιτική, η εκπαίδευση και η υγεία δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τα της Ελλάδας, αλλά και που έχουν την τάση τα τελευταία χρόνια να μειώνουν τους φόρους, αντί να τους αυξάνουν όπως κάναμε εμείς.
Εξίμισι μήνες
Σε ρόλο ωστόσο αφανή συνεταίρου και φέτος το κράτος θα αναγκάσει τον μέσο εργαζόμενο να δουλέψει για να το ξεχρεώσει γύρω στους 6,5 μήνες. Τα επίσημα στοιχεία για τις ημέρες εργασίας που θα δώσουμε φέτος, θα ανακοινωθούν κάπου μέσα στον Ιούλιο, δηλαδή με τη λήξη της υποβολίας προθεσμίας των φορολογικών δηλώσεων.
Τότε θα μάθουμε και την πρόβλεψη για την "Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας" του 2018. Της ημέρας δηλαδή κάθε χρόνου, μετά την οποία ο μέσος φορολογούμενος σταματά να αποδίδει το εισόδημά του στο κράτος, και ξεκινά να το διαθέτει για τις δικές του ανάγκες, μια ιδέα που ξεκίνησε πριν χρόνια από τις ΗΠΑ και διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο από φιλελεύθερα ως επι τω πλείστον think tanks.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο μακρινό 2006, η ημέρα αυτή ήταν η 22α Μαίου. Το 2016 μετατέθηκε στην 27η Ιουνίου, το 2016 στην 6η Ιουλίου, και πέρυσι τοποθετήθηκε στις 23 Ιουλίου. Ευτυχώς η περυσινή μας απελευθέρωσή από τα "φορολογικά δεσμά" φαίνεται ότι ήρθε κάποιες ημέρες νωρίτερα του προβλεπόμενου, για τον απλούστατο λόγο ότι ακριβώς λόγω της υπερφορολόγησης, τα φορολογικά έσοδα σημείωσαν μια μικρή υστέρηση έναντι του στόχου.
Σαν αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, η χώρα μας, από την 6η χειρότερη θέση που κατείχε στην Ευρωπαική Ενωση ως προς τον αριθμό των ημερών που πρέπει κανείς να δουλέψει για να ανταποκριθεί στις φορολογικές και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις, οδεύει πλέον ολοταχώς προς την 3η. Η περυσινή πρόβλεψη είχε δείξει ότι είναι απλώς θέμα χρόνου να ξεπεράσουμε στη κατάταξη τους "πρωταθλητές" στην ΕΕ-28, δηλαδή τη Γαλλία και το Βέλγιο, χώρες με πολύ καλύτερες υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Και αν η Γαλλία έχει πράγματι μεγαλύτερο αναλογικό Δημόσιο απ' ότι το ελληνικό, είναι προφανώς αστείο να συγκρίνουμε την εξυπηρέτηση του πολίτη μεταξύ των δύο χωρών.
Πόσο κράτος αντέχουμε;
Βέβαια εδώ υπάρχει μια παρανόηση. Κάποιοι νομίζουν ότι οι φόροι στην Ελλάδα είναι τόσο πολλοί, μόνο και μόνο επειδή αποπληρώνουμε τους δανειστές. Είναι λάθος. Το μόνο χρήμα των φορολογουμένων που εξυπηρετεί το χρέος είναι το πρωτογενές πλεόνασμα. Το 1995 οι τόκοι του χρέους απορροφούσαν το 10% του ΑΕΠ. Το 2005 η αναλογία είχε μικρύνει στο 5%, για να πέσει το 2015 στο 3,3%, και το 2017 να διαμορφωθεί στο 3,4%. Και αυτό επειδή η εξυπηρέτηση του χρέους έχει ελαφρυνθεί εντυπωσιακά εξαιτίας των όρων που ισχύουν στην Ευρωζώνη, της πολιτικής της ΕΚΤ, αλλά κυρίως της προστασίας που μας προσφέρουν τα μνημόνια.
Βέβαια στην περίοδο 2021-2024, τα ποσά για την εξυπηρέτηση των τόκων εκτινάσσονται. Ειδικά το 2022, η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει για τόκους 24,4 δισ. ευρώ. Η εκτίναξη αυτή του κονδυλίου για τόκους αποδίδεται στο γεγονός ότι το 2021 είναι το τελευταίο έτος της περιόδου χάριτος που έχει λάβει η χώρα για την καταβολή τόκων επί των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (EFSF).
Επί οκτώ συναπτά έτη η Ελλάδα ζούσε μέσα σε μια "γυάλα". Οταν όμως τον Αύγουστο θα βγει απ'' αυτήν, και σταδιακά θα αρχίσει να προσφεύγει στις αγορές, το κόστος των νέων δανεικών θα είναι μεγαλύτερο απ'' ότι αυτά της ευρωπαικής βοήθειας.
Επομένως, το κράτος για να συντηρήσει τότε τις δαπάνες του, θα πρέπει να πληρώσει ακόμη μεγαλύτερα ποσά, τα οποία και θα αναζητήσει ξανά από τον φορολογούμενο. Φαύλος κύκλος δηλαδή, που θέτει μετ' επιτάσεως και πάλι το ερώτημα: Πόσο κράτος αντέχουμε στ' αλήθεια;