Το 2020 εξελίσσεται στην κρισιμότερη ίσως χρονιά για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και κατ’ επέκταση για την Ευρώπη ως ενιαίο επενδυτικό προορισμό. Όπως ήρθαν τα πράγματα στην παγκόσμια οικονομία εξαιτίας της πανδημίας – και όχι μόνο – η Ε.Ε. έχει μπροστά της μία μεγάλη ευκαιρία να βγει μπροστά και να αναλάβει ηγετικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο. Για να γίνει αυτό, βέβαια, θα πρέπει πρώτα να υπάρξει συμφωνία για το πακέτο των 750 δισ. ευρώ, στη Σύνοδο Κορυφής στις 17-18 Ιουλίου, και άρα η ΕΕ να μην πάρει το δρόμο προς το γκρεμό, αλλά να ξεκινήσει η περαιτέρω δημοσιονομική ενοποίηση.
Εξάλλου, για να αναλάβει κάποια στιγμή ηγετική θέση στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική σκηνή, θα πρέπει πρωτίστως τα κράτη-μέλη να έχουν ενιαία οικονομία και κοινούς στόχους. Μέχρι και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αναγνώρισε με χθεσινές του δηλώσεις ότι απαιτείται σήμερα το θάρρος που δεν είχαν οι Ευρωπαίοι το 2010 για να πετύχουν μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση και τάχθηκε υπέρ της μετεξέλιξης της νομισματικής ένωσης σε οικονομική ένωση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Θα πρέπει, επίσης, να υλοποιηθεί και να αξιοποιηθεί στο έπακρο το Green Deal, ένα σχέδιο που σύμφωνα με αναλυτές μπορεί να πυροδοτήσει επενδύσεις ύψους 7 τρισ. ευρώ.
Φέτος λαμβάνουν ταυτόχρονα χώρα πολύ σοβαρές ανακατατάξεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλαγές που άλλες ήταν δρομολογημένες και άλλες εξελίσσονταν με χαμηλή ταχύτητα, των οποίων ωστόσο την υλοποίηση επιτάχυνε η πανδημία. Η Μ. Βρετανία έχει ήδη εγκαταλείψει το οικοδόμημα και μένουν μόνο οι τελικές – αν και δύσκολες – διαπραγματεύσεις για την επόμενη ημέρα στις σχέσεις μεταξύ του Ην. Βασιλείου και της Ε.Ε. Η Κίνα βρίσκεται σε κατάσταση εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα αποτελεί μόνιμη «απειλή» για την Ευρώπη τόσο σε εμπορικό επίπεδο όσο και σε ό,τι αφορά επιθετικές εξαγορές πολύτιμων εταιρειών με εξειδίκευση και προηγμένη τεχνογνωσία. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, διανύουν μία πολύ περίεργη φάση λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές, και σίγουρα όσο είναι ο Ντόναλντ Τραμπ στο τιμόνι δεν θυμίζουν σε τίποτα παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό ηγέτη.
Οι παράγοντες αυτοί έχουν οδηγήσει κορυφαίους επενδυτικούς οίκους και διαχειριστές κεφαλαίων όπως τις Goldman Sachs και BlackRock να… αλλάξουν προσανατολισμό και να κοιτάξουν προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Η καλύτερη διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού στην Ευρώπη, η μεγαλύτερη προσήλωση σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα καθώς και η ενίσχυση των πρακτικών διακυβέρνησης, δίνουν προβάδισμα στην ευρωπαϊκή αγορά η οποία έχει ταλαιπωρηθεί πολύ, καθώς τα τελευταία 5 χρόνια έχει παρατηρηθεί μια διαρκής τάση πώλησης ευρωπαϊκών μετοχών από αμοιβαία κεφάλαια.
Μέσα στην τελευταία πενταετία οι πανευρωπαϊκοί δείκτες Stoxx 600 και Euro Stoxx 50 έχουν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητοι με άνοδο της τάξης του 2,5% όταν οι S&P 500 και Dow Jones της Wall Street, έχουν δώσει κέρδη που ξεπερνούν το 58% και 56% αντίστοιχα. Επομένως δεν υπάρχει θέμα σύγκρισης, καθώς οι αμερικανικές μετοχές κυριαρχούν σε όλα τα επίπεδα.
Όμως στην παρούσα συγκυρία η Ευρώπη δείχνει ένα πιο σοβαρό πρόσωπο απ' ότι οι ΗΠΑ του Τραμπ, ενώ η Citi εκτιμά ότι μπροστά μας έχουμε ένα 12μηνο σταθεροποίησης μέσα στο οποίο πολλά μπορούν συμβούν που θα αποδειχθούν καθοριστικής σημασίας για τα επόμενα χρόνια. Σε αυτό το 12μηνο, λοιπόν, η Ευρώπη καλείται να λάβει τις αποφάσεις που πρέπει, να επιταχύνει τις εσωτερικές διαδικασίες ενοποίησης και να κοντράρει ΗΠΑ και Κίνα.
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, ο κίνδυνος των προεδρικών εκλογών δεν έχει προεξοφληθεί πλήρως από τις αμερικανικές μετοχές, οι επαναγορές μετοχών αναμένεται να σταματήσουν, ενώ πολλές απ' αυτές εμφανίζονται περισσότερο πνιγμένες στα χρέη με δείκτη χρεών προς ίδια κεφάλαια στο 90% έναντι 70% στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα, η αποδυνάμωση του δολαρίου ενδέχεται να οδηγήσει πολλούς επενδυτές μακριά από τη Wall. Για όλους αυτούς τους λόγους συν την προοπτική υλοποίησης του Green Deal στην Ευρώπη, το οποίο η Goldman εκτιμά ότι θα πυροδοτήσει επενδύσεις ύψους 7 τρισ. ευρώ, η αμερικανική τράπεζα συστήνει ευρωπαϊκές μετοχές που σχετίζονται με την ψηφιοποίηση, την κατασκευή δρόμων και σιδηροδρόμων και κυρίως την ενεργειακή μετάβαση.