Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Έμειναν 11 ημέρες μέχρι την 29η Μαρτίου όταν κανονικά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα άνοιγε την πόρτα και η Μ. Βρετανία θα αποχωρούσε από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μετά από πέντε δεκαετίες συμβίωσης. Στο νησί, το θέατρο του παραλόγου συνεχίζεται και παρά το γεγονός ότι η Τερέζα Μέι έχει υποστεί τις περισσότερες σε έκταση και βαρύτητα ήττες που θα μπορούσε να αντέξει ένας πρωθυπουργός, κανείς δεν γνωρίζει ποια θα είναι η επόμενη ημέρα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Μ. Βρετανία είναι μέχρι στιγμής ο χαμένος της υπόθεσης, καθώς οι επιπτώσεις από το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 έχουν ήδη γίνει αισθητές και απειλούν την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη. Βάσει των εκτιμήσεων, ο οικονομικός αντίκτυπος για τη χώρα ξεπερνά τα 100 δισ. στερλίνες καθώς κάθε εβδομάδα που περνάει η οικονομική δραστηριότητα «ματώνει» κατά 800 εκατ. στερλίνες.
Την ίδια ώρα, μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο σπεύδουν να προλάβουν… το κακό και να αλλάξουν έδρα, να μεταφέρουν δραστηριότητες και εργοστάσια, ενώ στο μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο του κόσμου, στο City του Λονδίνου, επικρατεί αναβρασμός. Τουλάχιστον 8 από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, μεταξύ των οποίων οι Citigroup, JP Morgan, Goldman Sachs και Bank of America Merrill Lynch, έχουν ανακοινώσει ότι θα μεταφέρουν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους στην Ευρώπη, ανεξάρτητα με το αν τελικά θα υλοποιηθεί το Brexit. Μόνο η JP Morgan και η Deutsche Bank αναμένεται να μεταφέρουν δραστηριότητες συνολικού ύψους 600 δισ. ευρώ.
Γίνεται αντιληπτό ότι κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια τόσο τις επιπτώσεις της παρατεταμένης αβεβαιότητας για τη βρετανική οικονομία όσο και τον συνολικό οικονομικό αντίκτυπο. Ο κατάλογος των εταιρειών που έχουν ήδη προγραμματίσει να εγκαταλείψουν τη Μ. Βρετανία λόγω του επικείμενου Brexit αλλά και του κλίματος που έχει ήδη διαμορφωθεί είναι μακρύς. Από τους ιαπωνικούς κολοσσούς Sony και Panasonic, την ασφαλιστική εταιρεία Chubb και την εταιρεία μεταφοράς χρημάτων TransferWise, μέχρι την απόφαση της βρετανικής Dyson να μετακομίσει στη Σιγκαπούρη, το «λουκέτο» του εργοστασίου της Honda στο Swindon και την αλλαγή έδρας για την Easyjet στην Αυστρία.
Αναλυτές από το City του Λονδίνου δηλώνουν στο Liberal.gr πως ακόμα και στην περίπτωση που οι Βρετανοί μπλοκάρουν την έξοδο από την ΕΕ με νέο δημοψήφισμα –κάτι που αποκλείστηκε από το βρετανικό κοινοβούλιο – η Μ. Βρετανία θα χρειαστεί χρόνια για να συνέλθει από τη «ζαλάδα» που προκάλεσαν οι πολιτικοί τριγμοί στη χώρα και οι αέναες διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες. Και αυτό γιατί οι επιχειρηματικοί και τραπεζικοί κολοσσοί λειτουργούν βάσει αριθμών και όχι πολιτικών σκοπιμοτήτων. Έχουν ήδη δαπανήσει τεράστια ποσά για το πώς θα φύγουν από το Λονδίνο με αποτέλεσμα να μην σκέφτονται την επιστροφή τους σε αυτό σε περίπτωση που οι Βρετανοί… αλλάξουν γνώμη.
Οι δέκα μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες έχουν δαπανήσει πάνω από 1 δισ. στερλίνες για να εγκαταλείψουν το Λονδίνο με τον πιο αναίμακτο τρόπο.
Σύμφωνα με το επιχειρηματικό λόμπι The CityUK, τουλάχιστον 275 εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου έχουν μετακομίσει ή μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους στην Ευρώπη, με πιθανότερους προορισμούς τη Φρανκφούρτη, το Παρίσι, το Δουβλίνο και τη Μαδρίτη.
Στον κλάδο των αυτοκινήτων, οι ειδικοί αναμένουν την «απόλυτη καταιγίδα». Αυτοκινητοβιομηχανίες που ήδη προσπαθούν να αντιμετωπίζουν τη μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα, θα πρέπει να ξεπεράσουν και τα εμπόδια των δασμών και άλλων περιορισμών. Η Jaguar Land Rover, για παράδειγμα, σκοπεύει να περικόψει 4.500 θέσεις εργασίας, η Nissan ματαίωσε την παραγωγή του X-Trail στο Σάντερλαντ, ενώ η Honda θα κλείσει το εργοστάσιό της στο νησί έως το 2021.
Στο μεταξύ, οι επιχειρήσεις κόβουν το διαφημιστικό τους μπάτζετ στη Μ. Βρετανία με αποτέλεσμα να πλήττεται και ο κλάδος των μέσων ενημέρωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εφημερίδες έβαζαν για αρκετό καιρό στην άκρη μελάνι και χαρτί για να μην ξεμείνουν στην περίπτωση σκληρού Brexit. Η μετοχή του καναλιού ITV έχει χάσει 40% από το δημοψήφισμα μέχρι σήμερα, ενώ το Discovery θα μετακομίσει στην ηπειρωτική Ευρώπη για να μην έχει προβλήματα μετά την έξοδο.
Επιπρόσθετα, η Μ. Βρετανία έχασε τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, ο οποίος μεταφέρθηκε στο Άμστερνταμ μετά από 22 χρόνια στο Λονδίνο, ενώ οι εξαγωγικές εταιρείες, όπως οι παραγωγοί κρεάτων, βλέπουν τις παραγγελίες να μειώνονται απειλητικά, καθώς αυξάνονται οι πελάτες που δεν φοβούνται για το καθεστώς που θα ισχύσει μετά το Brexit. Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι η ζημιά έχει γίνει για τη Βρετανία, η οποία κινδυνεύει να χάσει το στάτους του ευρωπαϊκού κόμβου για τράπεζες και επιχειρήσεις και παράλληλα χάνει το 2% του ΑΕΠ ετησίως, χωρίς μάλιστα να έχει ακόμη χάσει την ελεύθερη πρόσβαση στη δεύτερη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο.