Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Είναι δεδομένο και γνωστό ότι η χρήση πλαστικού χρήματος αυξάνεται συνεχώς, κυρίως από την ημέρα που επιβλήθηκαν τα capital controls. Το βλέπουμε να συμβαίνει γύρω μας, ενώ καταγράφεται και στα στατιστικά στοιχεία των αρμόδιων αρχών. Όμως, η χρήση πιστωτικών καρτών, χρεωστικών καρτών, mobile και e-banking, συνδέεται και με τις αποδείξεις και κατά συνέπεια με τα φορολογικά έσοδα.
Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το ΙΟΒΕ είναι πραγματικά εντυπωσιακά και δείχνουν πόσο εύκολα θα μπορούσαν να γίνουν κάποια πράγματα στην Ελλάδα για να αποφευχθούν μειώσεις σε συντάξεις και άλλα μέτρα λιτότητας. Αν η Ελλάδα κατάφερνε να φτάσει το επίπεδο χρήσης καρτών της Πορτογαλίας, τότε τα ετήσια έσοδα ΦΠΑ θα ενισχύονταν κατά 54% ή κατά 8,5 δισ. ευρώ. Δεν χρειάζεται καν να πούμε τι θα μπορούσε να γίνει με αυτά τα 8,5 δισ. ευρώ...
Πόσο, όμως, συμβάλλει η αύξηση στη χρήση πλαστικού χρήματος στην ενίσχυση των εσόδων ΦΠΑ; Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, κάθε 1% αύξηση της χρήσης καρτών σε αξία ή αριθμό συναλλαγών, οδήγησε κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2017 σε αύξηση των εσόδων ΦΠΑ κατά 0,14 ποσοστιαίες μονάδες και 0,11 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Εναλλακτικά, κάθε 1 ποσοστιαία μονάδα αύξηση του μεριδίου χρήσης καρτών προς ιδιωτική κατανάλωση οδηγεί σε 1,4% αύξηση των εσόδων ΦΠΑ.
Παρ'' όλα αυτά, οι πολίτες επιλέγουν σε ποιες συναλλαγές θα χρησιμοποιήσουν κάρτα, αφού στα μεγάλα ποσά προτιμούν να διαπραγματευτούν μία καλύτερη τιμή χωρίς απόδειξη, λόγω της υψηλής φορολογίας.
Όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, η αύξηση μεριδίου χρήσης καρτών ήταν αισθητή σε κλάδους «χαμηλού» ρίσκου φοροδιαφυγής όπως σουπερμάρκετ, πρατήρια υγρών καυσίμων, φαρμακεία, αλλά και σε ορισμένες συναλλαγές με «ρίσκο» φοροδιαφυγής, όπως αυτές ορίζονται στη βάση κινήτρων και υποθέσεων εργασίας. Ωστόσο, το συνολικό επίπεδο χρήσης καρτών σε κλάδους με «ρίσκο» φοροδιαφυγής καταγράφεται σημαντικά χαμηλότερο του μεριδίου των κλάδων αυτών στην ιδιωτική κατανάλωση.
Αυτό σημαίνει ότι αφενός δεν έχει αλλάξει ακόμη η κουλτούρα των πολιτών σε ότι αφορά την χρήση πλαστικού χρήματος και αφετέρου ότι η εν λόγω κουλτούρα θα μπορούσε να έχει επηρεαστεί πολύ περισσότερο αν η φορολογία δεν ήταν τόσο υψηλή.
Επίσης, ενώ παρατηρείται αισθητά μεγαλύτερη αύξηση χρήσης καρτών πληρωμής στην περιφέρεια της χώρας, σε σχέση με τα αστικά κέντρα Αθηνών και Θεσσαλονίκης, το επίπεδο χρήσης καρτών πληρωμής σε περιοχές εκτός του Λεκανοπεδίου Αττικής παραμένει μικρό συγκριτικά με το μερίδιο των αντίστοιχων περιοχών στο ΑΕΠ. Το εν λόγω στοιχείο εξηγείται από το γεγονός ότι στην περιφέρεια οι σχέσεις είναι πιο προσωπικές με αποτέλεσμα να θεωρείται πιο «εύκολη» και πιο πιθανή η χρήση μετρητών.
Σε σύγκριση με την Ευρώπη, τα στοιχεία συνεχίζουν να είναι απογοητευτικά. Διότι, μπορεί το επίπεδο χρήσης καρτών πληρωμής να συνέκλινε με τον μέσο όρο της ΕΕ ταχύτερα το 2017, όμως παραμένει συγκριτικά χαμηλό και ετερογενές ανά κλάδο και περιοχή. Η συνολική χρήση καρτών ως ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης παραμένει 14,8 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Οι Έλληνες δαπανούν κατά μέσο όρο 2.294 ευρώ με κάρτες ετησίως, ποσό που έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από τα 821 ευρώ που δαπανούσαν το 2015. Ακόμη, όμως, και το ποσό των 2.294 ευρώ είναι 40% χαμηλότερο από τον μέσο της Ε.Ε. Οι Άγγλοι, από την πλευρά τους, δαπανούν με κάρτα 16.700 ευρώ ετησίως και οι Δανοί 12.300 ευρώ. Αντίθετα, ουραγοί στη χρήση καρτών με βάση το συγκεκριμένο δείκτη είναι η Βουλγαρία (446 ευρώ ανά κάτοικο) και η Ρουμανία (546 ευρώ).
Ο ετήσιος κατά κεφαλήν αριθμός συναλλαγών με κάρτα αυξήθηκε από 13 σε 53 στην Ελλάδα, ωστόσο παραμένει η πέμπτη χώρα στην ΕΕ-28 με τον χαμηλότερο αριθμό. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη, προηγούνται στην κατάταξη οι σκανδιναβικές χώρες και συγκεκριμένα η Δανία (330 συναλλαγές ανά κάτοικο), η Σουηδία (320) και η Φινλανδία (280). Ο μέσος όρος του ετήσιου αριθμού συναλλαγών ανά κάτοικο της ΕΕ-28 το 2016 (117) ήταν σε υπερδιπλάσια επίπεδα ακόμα και σε σύγκριση με την τιμή του δείκτη στην Ελλάδα για το 2017.
Με δεδομένο ότι το επίπεδο χρήσης καρτών στην Ελλάδα παραμένει χαμηλό σε σχέση με διεθνείς πρακτικές, υπάρχει περιθώριο για μεγαλύτερο δημοσιονομικό όφελος από συνέχιση της εξάπλωσης χρήσης των Ηλεκτρονικών Μέσων Πληρωμής. Με βάση διεθνείς πρακτικές για το μερίδιο χρήσης καρτών προς ιδιωτική κατανάλωση, τα ετήσια έσοδα ΦΠΑ θα ήταν υψηλότερα κατά 21% (3,3 δισ. ευρώ) αν η Ελλάδα έφθανε το μέσο επίπεδο χρήσης καρτών της ΕΕ και κατά 54% (8,5 δισ. ευρώ) αν η Ελλάδα έφθανε το επίπεδο χρήσης καρτών της Πορτογαλίας.
Με βάση μια πιο ομοιογενή διείσδυση χρήσης καρτών ανά κλάδο και περιοχή, τα ετήσια έσοδα από ΦΠΑ θα ήταν υψηλότερα κατά:
- 25% (3,9 δισ. ευρώ) αν το μερίδιο χρήσης καρτών στον κλάδο εστίασης έφθανε το μερίδιο του κλάδου σε ιδιωτική κατανάλωση
- 12% (2,0 δισ. ευρώ) αν το μερίδιο χρήσης καρτών σε συναλλαγές με ελεύθερους επαγγελματίες έφθανε το μερίδιο σε ιδιωτική κατανάλωση
- 8% (1,3 δισ. ευρώ) ή 5,9% (930 εκατ. ευρώ) αν η χρήση καρτών στην ηπειρωτική Ελλάδα πλην Αττικής και Θεσσαλονίκης, και στη νησιωτική Ελλάδα αντίστοιχα, προσέγγιζαν το μερίδιο των περιοχών αυτών στο ΑΕΠ.
Τέλος, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι ο νόμος 4446/2016 με στόχο την ενίσχυση των Ηλεκτρονικών Μέσων Πληρωμής συνέβαλε στο να αυξηθεί η χρήση καρτών σε αξία και αριθμό συναλλαγών, σε ετήσια βάση έως τον Δεκέμβριο του 2017, κατά 3 δισ. ευρώ και 110 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.