Το ενδεχόμενο να εξελιχθούν τα πράγματα τόσο άσχημα ώστε σε λίγο να αρχίσουμε να μιλάμε ξανά για σενάρια εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αλλά στην παρούσα συγκυρία κανείς από τους μεγάλους ή μικρότερους ξένους επενδυτές που παρακολουθούν την Ελλάδα δεν το παίρνει σοβαρά.
Αντίθετα η πλειονότητα των διαχειριστών κεφαλαίων, των επενδυτών και των επιχειρηματιών εξακολουθούν να θεωρούν πως ο κίνδυνος έχει φύγει από το τραπέζι και θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο όσο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η κυβέρνηση στην Ελλάδα εφαρμόζει τη συμφωνία του περσινού Ιουλίου, και ταυτόχρονα «τρέχουν» οι διεργασίες για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Υπό το πρίσμα αυτό οι αναλύσεις ξένων οίκων όπως της Goldman Sachs και της Barclays τις τελευταίες ημέρες, μπορεί να υπενθύμισαν διεθνώς τον πάντα ενεργό κίνδυνο μιας νέας ελληνικής κρίσης, είχαν όμως περισσότερο το στίγμα της «προειδοποίησης» παρά τον ήχο ενός νέου συναγερμού.
Η πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου το τελευταίο χρονικό διάστημα αντικατοπτρίζει έστω και μερικώς την προσδοκία ότι το «Άγιο Δισκοπότηρο» της πρώτης αξιολόγησης του μνημονίου στις 22 Απριλίου θα μπορούσε να απελευθερώσει κάποιες από τις μαγικές του ιδιότητες ώστε να αλλάξουν επί τα βελτίω μερικά βασικά δεδομένα στην ελληνική οικονομία. Τα κυριότερα από αυτά είναι η περαιτέρω μείωση του ρίσκου χώρας και η πρόσβαση σε φτηνότερη ρευστότητα με την επαναφορά του waiver από την ΕΚΤ που αναμένεται ότι θα γίνει αμέσως μόλις υπάρξει υπογραφή του staff level agreement, εν συνεχεία η μείωση του «κουρέματος» των ελληνικών ομολόγων που κάνει αποδεκτά η Κεντρική Τράπεζα και τέλος η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ακόμη και αν δεν σταθεί κανείς στις βραχυπρόθεσμες υπεραποδόσεις των τραπεζών και την ισχυρή άνοδο κατά 30% σε επίπεδο Γενικού Δείκτη το τελευταίο δίμηνο, το στοιχείο της σταθερής εισροής ξένων επενδυτικών κεφαλαίων στην ελληνική κεφαλαιαγορά από τον Ιούλιο και μετά, εκπέμπει ένα μήνυμα πως έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο οι πιο ριψοκίνδυνοι ξένοι επενδυτές αντιμετωπίζουν τις προοπτικές των ελληνικών εταιρειών. Για την ιστορία, τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών δείχνουν πως από την αρχή του έτους μέχρι και το τέλος Μαρτίου οι καθαρές ροές κεφαλαίων από ξένους επενδυτές είναι θετικές κατά 70 εκατ. ευρώ, ενώ συνολικά από τον Αύγουστο του 2015 (όταν δηλαδή άνοιξε ξανά το Χρηματιστήριο) ξένα χαρτοφυλάκια έχουν διοχετεύσει μέσω Χρηματιστηρίου περισσότερα από 1,16 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που έγιναν στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και της υποβάθμισης του Χ.Α στις αναδυόμενες αγορές από τον FTSE.
Οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων δεν συνεπάγονται ωστόσο και «επιστροφή της εμπιστοσύνης» στην οικονομία. Αποτελούν, όμως, έναν σχετικά αξιόπιστο δείκτη πως έχουν αρχίσει πλέον να καλλιεργούνται θετικότερες προσδοκίες ότι η οικονομία προσεγγίζει ή ή βρίσκεται πλέον στο σημείο όπου έχει «ξύνει τον πάτο». Αρκετοί Έλληνες μάνατζερς και επιχειρηματίες έχουν υιοθετήσει αυτή την εκτίμηση και την μοιράζονται αυτή την περίοδο στις δημόσιες τοποθετήσεις τους, ενώ με την παραδοχή αυτή καταρτίζονται πλέον και τα επενδυτικά πλάνα μεγάλων επιχειρήσεων που προβλέπουν επιστροφή της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αισθητή αύξηση της ζήτησης με ορίζοντα το 2020.
Είναι σημαντικό πως οι θετικές αυτές εκτιμήσεις δεν εξετράπησαν ούτε από την εντεινόμενη πολεμική διαλεκτική της κυβέρνησης προς το ΔΝΤ. Παρότι η αγορά «καταδίκασε» την ένταση με το Ταμείο ως αχρείαστο και στρατηγικό λάθος δεν φαίνεται να την αντιλαμβάνεται ως σοβαρή απειλή πιθανής εμπλοκής των συζητήσεων, αλλά περισσότερο ως διαπραγματευτική τακτική κίνηση άσκησης πίεσης προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ώστε να μπει το χρέος στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Αυτό που περισσότερο δείχνει να προβληματίζει επιχειρηματίες και διαχειριστές κεφαλαίων, είναι οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από την φορολογική επιδρομή που αναμένεται να συμφωνηθεί μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών για να κλείσει η αξιολόγηση.
Τα μέτρα των 5,5 δισ. ευρώ είναι δεδομένα, ωστόσο αυτό που δεν μπορεί ακόμη να προβλεφθεί είναι αν οι υφεσιακές επιπτώσεις θα είναι τελικά μεγαλύτερες από το όφελος της βελτίωσης του κλίματος μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης.
Για τις επιχειρήσεις η αύξηση της φορολογίας και η αναμενόμενη μείωση της κατανάλωσης τα επόμενα τρίμηνα αναμένεται να δημιουργήσει πιέσεις στην τάση βελτίωσης των μεγεθών που αποτυπώθηκε στους ισολογισμούς χρήσης του 2015. Από την άλλη, όμως, η ολοκλήρωση της συμφωνίας και εν συνεχεία η τήρησή της σε ότι αφορά τα θέματα ιδιωτικοποιήσεων, δρομολόγησης λύσεων για το χρέος, βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος κλπ, αναμένεται ότι θα ανοίξουν τον πολυαναμενόμενο κύκλο αναβάθμισης της οικονομίας και της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων, και ότι θα μπορούσαν να βελτιώσουν αισθητά το επενδυτικό προφίλ της χώρας και των εταιρειών της μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Β. Γ