Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη
Η κρίση του 2008, οδήγησε σταδιακά τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο στη μείωση των βασικών τους επιτοκίων, προκειμένου να κάνουν τις οικονομίες τους ανταγωνιστικότερες. Από την πολιτική των υψηλών επιτοκίων, προ κρίσης, περάσαμε στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, προκειμένου οι οικονομίες ανά τον κόσμο να γίνουν ανταγωνιστικότερες, και να αποφευχθεί μία νέα βαθύτερη ύφεση.
Το εάν η πολιτική αυτή των κεντρικών τραπεζών απεδείχθη σωστή ή όχι, μένει να το διαπιστώσουμε έπειτα από αρκετά χρόνια, εάν και μόνο που οι οικονομολόγοι μιλούν για μια νέα ύφεση βαθύτερη αυτής του 2008, τότε μάλλον, η πολιτική αυτή δεν είναι και η ορθότερη.
Θα περίμενε κανείς, πως η μείωση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά από τις κεντρικές τράπεζες, θα ενίσχυε τις επενδύσεις, με τους επιχειρηματίες να δανείζονται φθηνότερα, ώστε να δημιουργήσουν νέες επενδύσεις ή να επεκτείνουν τις υπάρχουσες. Στην πραγματικότητα, εάν εξαιρέσει κανείς την οικονομία των ΗΠΑ (όπου κι εκεί διαπιστώνονται προβλήματα), η ευρωπαϊκή οικονομία μαστίζεται από την ανεργία (στο 10,1%), και την έλλειψη επενδύσεων.
Για πιο λόγο όμως, παρά το χαμηλό κόστος του χρήματος παρατηρείται αυτή η απροθυμία επένδυσης στην Ευρώπη; Και μάλιστα εν μέσω των ποσοτικών χαλαρώσεων που εφάρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει, η ΕΚΤ;
Ο πακτωλός χρημάτων των ποσοτικών χαλαρώσεων στην Ευρώπη, για την στήριξη της οικονομίας, όπως ευαγγελίζεται η ΕΚΤ, ουσιαστικά δεν βρήκε τον αντικειμενικό της στόχο, ουσιαστικά ένα μικρό μέρος των χρημάτων αυτών διοχετεύθηκε στην πραγματική οικονομία. Στην ουσία, ένα μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων «λίμνασαν» στις εμπορικές τράπεζες, ενισχύοντας τα κέρδη τους, μέσω μόχλευσης των ισολογισμών τους, τζογάροντας τα στις χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές.
Χαρακτηριστικά, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού στην ευρωζώνη με 5,44% (στοιχεία Απριλίου), με το χαμηλότερο να καταγράφεται στη Φινλανδία με 0,45% (στοιχεία Ιουνίου), και το αμέσως επόμενο στην Ιρλανδία με 1% (στοιχεία Απριλίου). Σε μια κατακερματισμένη οικονομία, όπως η ελληνική, που οι επενδύσεις αποτελούν το «σωσίβιο» της, με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά, το επιτόκιο δανεισμού της παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη. Φυσικά, και το να επενδύσει κάποιος σε μία χώρα, δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το κόστος χρήματος, ίσως εξαρτάται πολύ λιγότερο από όλους τους άλλους παράγοντες.
Επίσης, ακόμη ένα στοιχείο πως τα προγράμματα των ποσοτικών χαλαρώσεων της κεντρικής τράπεζας, δεν πέτυχαν το σκοπό για τον οποίο εφαρμόστηκαν, αποτελεί το γεγονός, πως ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε τον Μάιο σε χώρες όπως της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Μάλτας, χώρες δηλαδή, που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα χρέους, αλλά και παραγωγικότητας (όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, και λιγότερο η Γαλλία).
Πρόσφατη είναι η συμφωνία της Εθνικής Τράπεζας με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για πρόγραμμα χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων ύψους €100 εκατ., δηλαδή σταγόνα στον ωκεανό! Η ελληνική οικονομία, πλέον, έχει ανάγκη από αρκετές δεκάδες δισεκατομμύρια, προκειμένου να καταφέρει να βρεθεί σε επίπεδα προ κρίσης, και να μειώσει σημαντικά την ανεργία, αλλά και το ύψος του ιδιωτικού χρέους, προς τράπεζες και δημόσιο.
Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, το βασικότερο πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας, δεν είναι το κόστος του χρήματος, ούτε οι φορολογικοί συντελεστές, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών απέναντι στις διάφορες πολιτικές των οικονομιών, οι οποίες έχουν «ναυαγήσει» στα χρέη, δείχνοντας ανήμπορες να μπορέσουν να αναστρέψουν την ισχνή οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη.
Το κεφάλαιο για να αναπτυχθεί και να αποδώσει, χρειάζεται πρώτα απ' όλα εμπιστοσύνη, και μετέπειτα ένα φιλικό προς το επιχειρήν περιβάλλον. Μπορεί η αμερικανική οικονομία, να βρίσκεται σε μία ήπια οικονομική ανάπτυξη, αλλά η πολιτική που ακολούθησαν οι ιθύνοντες της νομισματικής πολιτικής, ήταν φιλική προς την προσέλκυση επενδύσεων, καταφέρνοντας παράλληλα, τα χρήματα τα οποία δόθηκαν μέσω των ποσοτικών χαλαρώσεων, να αποδώσουν στο μέγιστο βαθμό.
Στην Ευρώπη, δυστυχώς, η παρούσα νομισματική πολιτική οδηγεί σε περαιτέρω φτωχοποίηση τις χώρες του νότου, αυξάνοντας τα πλεονάσματα για τις χώρες του πλούσιου Βορρά, με την κρίση χρέους, την ανεργία, και την αποεπένδυση, διαρκώς να αυξάνονται.