Μαγνητόφωνα δεν υπήρχαν στο χθεσινό κρίσιμο τετ α τετ μεταξύ Merkel και Lagarde για να γνωρίζουμε αναλυτικά τι ειπώθηκε. Ωστόσο από τις επίσημες τοποθετήσεις των δύο εμβληματικών κρίκων της ελληνικής διάσωσης επιβεβαιώθηκε ότι η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης οδηγεί τελικά ακριβώς στο αντίστροφο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Οι σχέσεις ΔΝΤ – Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο δεν διερράγησαν από τις «αποκαλύψεις», αλλά αντίθετα βγήκαν ενδυναμωμένες. Αν κρίνει κανείς από την ξεκάθαρη δήλωση της γερμανίδας Καγκελαρίου ότι «θέλουμε το ΔΝΤ να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα και τους τέσσερις θεσμούς να μείνουν μαζί», το σενάριο περί «αποχώρησης» του Ταμείου δεν υφίσταται πλέον ούτε καν ως σκέψη.
Στο καλύτερο σενάριο και προκειμένου να μην υπάρξει πλήρης εμπλοκή στη διαπραγμάτευση, η παρουσία του ΔΝΤ θα «παγώσει» σε ρόλο παρατηρητή μέχρι το καλοκαίρι και θα επανέλθει ως χρηματοδότης στη συνέχεια με ένα νέο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής. Πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που το ΔΝΤ έχει στα χέρια του αδημοσίευτη την καθοριστική έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που σε λίγες εβδομάδες από σήμερα και αρχής γενομένης από τη χθεσινή συνάντηση στην οποία τέθηκαν οι βάσεις, θα κρίνει τον τρόπο αναδιάρθρωσής του αλλά και το είδος της «συνεργασίας» που θα έχει η Ελλάδα με το ΔΝΤ.
Το καθαρό μήνυμα που επίσης εστάλη χθες ήταν ότι κανείς δεν συζητά για «διαγραφή» χρέους, αλλά πλέον η συζήτηση περιστρέφεται αποκλειστικά στο είδος της επιμήκυνσης που θα μπορούσε να γίνει για τις αποπληρωμές μετά το 2022 ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια αποπληρωμή.
Με τον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση τις συνομιλίες των στελεχών του ΔΝΤ για να προκαλέσει διάσπαση μεταξύ των δανειστών, μοιάζει να αυτοπαγιδεύτηκε. Η χώρα κατάφερε σε λίγες ώρες να εκτεθεί διεθνώς, η κυβέρνηση να χαρακτηριστεί ως αναξιόπιστος συνομιλητής (Financial Times), οι δυνάμεις που κινούνται πέριξ του ελληνικού προγράμματος να συσπειρωθούν γύρω από το ΔΝΤ, και η διαπραγμάτευση να επανεκκινήσει τελικά από δυσμενέστερη βάση καθώς οι απαιτήσεις για σκληρότερα δημοσιονομικά μέτρα παραμένουν άθικτες στο τραπέζι και θα επανέλθουν με την πρώτη ευκαιρία γιατί όπως συστηματικά επαναλαμβάνεται από το ΔΝΤ «πρέπει να βγαίνουν τα νούμερα».
Το ουσιώδες είναι πως όλες οι πλευρές -με πρώτη την ευρωπαϊκή- επιθυμούν η κατάσταση στην Ελλάδα να παραμείνει «υπό έλεγχο» μέχρι τον ερχόμενο Ιούλιο , ώστε να υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης και το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία.
Έχει πλέον στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης αρχίσει να κερδίζει έδαφος η λογική της «ενδιάμεσης προσωρινής λύσης», σύμφωνα με την οποία μέχρι την απόφαση για τον τρόπο αναδιάρθρωσης του χρέους, το ΔΝΤ δεν θα μετάσχει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα αλλά θα παραμείνει σιωπηλά σε απόσταση.
Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης αναζητείται ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής στον οποίο θα κληθούν να συμφωνήσουν όλοι για μια προσωρινή λύση για να κλείσει η αξιολόγηση, η οποία θα στηρίζεται σε «σταδιακή προσαρμογή-διασφάλιση» των συμφερόντων του ΔΝΤ και της Ε.Ε, και πιθανόν της σταδιακής εκταμίευσης των 5,7 δισ. ευρώ της δόσης. Ως σημείο εκκίνησης προδιαγράφεται ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα στο 3% του ΑΕΠ το 2018 με τον οποίο δεν συμφωνεί μεν το ΔΝΤ (ζητά είτε μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα 1,5%-2,5% με ελάφρυνση χρέους ή εναλλακτικά πολύ υψηλότερα μέτρα 9,5 δισ. ευρώ για να «βγαίνει» το πρόγραμμα) αλλά δίνει τη δυνατότητα σταδιακής αναπροσαρμογής προς τα πάνω εφόσον οι στόχοι δεν επιβεβαιώνονται στην πορεία.
Αν επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο, τα πρόσθετα μέτρα πολύ απλά θα ληφθούν αργότερα, ενώ στο μεσοδιάστημα όλοι θα είναι από λίγο ευχαριστημένοι με τη μεσοβέζικη λύση καθώς η αξιολόγηση θα επιτρέψει τη σταδιακή εκταμίευση της δόσης για να αποπληρωθεί η ΕΚΤ, και σαν πολιτικό επιστέγασμα οι ευρωπαίοι δανειστές θα ξεκινήσουν τη συζήτηση για το χρέος.
Διαβάστε ακόμη:
- Α. Μέρκελ: Η Γερμανία θέλει παραμονή του ΔΝΤ στην Ελλάδα, αλλά...