Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η ανακοίνωση του ESM μέσω της οποίας διαψεύδεται ότι συμμετέχει σε συζητήσεις για πιθανό σχέδιο παρέμβασης υπέρ των ελληνικών τραπεζών, την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι ψάχνει λύση για τα «κόκκινα» δάνεια, δείχνει για μία ακόμη φορά την αδυναμία του Αλ. Τσίπρα να διαχειριστεί οποιοδήποτε σοβαρό για την οικονομία ζήτημα.
Ο πρωθυπουργός γνώριζε εδώ και πάρα πολύ καιρό ότι οι ελληνικές τράπεζες θα δέχονταν ισχυρές πιέσεις, όπως αυτές που σημειώθηκαν την περασμένη Τετάρτη, παρ' όλα αυτά δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την αναταραχή. Όπως έχει αποκαλύψει το liberal.gr, από τα τέλη του 2017 η ελληνική κυβέρνηση και ειδικότερα ο υπουργός Οικονομικών και ο πρωθυπουργός, είχαν ενημερωθεί λεπτομερώς για την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των stress tests και των ενεργειών που θα έπρεπε να υλοποιηθούν μετά το τέλος του μνημονίου.
Μάλιστα, ο Μάριο Ντράγκι είχε επανειλημμένα προσπαθήσει να διαμηνύσει στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ότι η «καθαρή» έξοδος προϋποθέτει και «καθαρές» τράπεζες, αφού το ακανθώδες ζήτημα των «κόκκινων» δανείων θα επανερχόταν κάθε φορά που η κυβέρνηση θα… λοξοδρομούσε.
Το θέμα είχε τεθεί επί τάπητος στη συνάντηση του πρωθυπουργού με τους επικεφαλής των ελληνικών τραπεζών στις 18 Δεκεμβρίου. Οι τραπεζίτες είχαν ενημερώσει τον κ. Τσίπρα για την κρισιμότητα της κατάστασης και της ανάγκης επιτάχυνσης των διαδικασιών για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων. Το μόνο, όμως, που ενδιέφερε τότε τον πρωθυπουργό ήταν να βγει προς τα έξω ότι ζητάει να μην πειράξουν την πρώτη κατοικία. Είμαι βέβαιος ότι πρώτοι εσείς θα σπεύσετε να αποκαταστήσετε την πραγματικότητα όσο αφορά την ενημέρωση της κοινής γνώμης για το τι πραγματικά θέλουμε να κάνουμε και τι πραγματικά συμβαίνει, είχε πει ο κ. Τσίπρας.
Το τι συνέβαινε είναι γνωστό. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των εξαγγελιών για «προστασία των αδυνάτων» και της ανάγκης να κλείσει η αξιολόγηση, προκαλώντας σοβαρές καθυστερήσεις και μεγάλα εμπόδια στις τράπεζες.
Οι τράπεζες πέρασαν τα stress tests, αλλά ο Ντράγκι προειδοποιούσε ότι χωρίς προληπτική γραμμή θα πρέπει η κυβέρνηση να κινηθεί στο δρόμο των μνημονίων για να μπορέσουν να κάνουν απρόσκοπτα τη δουλειά τους με τα κόκκινα δάνεια. Ο Αλ. Τσίπρας, ωστόσο, συνέχισε να λειτουργεί με την ψευδαίσθηση ότι το κεφαλαιακό απόθεμα που θα συγκέντρωνε το ελληνικό δημόσιο ως «μαξιλάρι» στις αναταράξεις των αγορών, θα ήταν ικανό να εγγυηθεί για τις τράπεζες ή και να καλύψει, αν κριθεί απαραίτητο, τις όποιες ανάγκες τους.
Την ίδια ψευδαίσθηση δείχνει να έχει και σήμερα, καθώς η λύση του ειδικού φορέα διαχείρισης για τα «κόκκινα» δάνεια – ενός τύπου bad bank – έχει τεχνικές και νομικές δυσκολίες. Πρώτον, δεν μπορεί να αποφασιστεί εν μία νυκτί, δεύτερον πρέπει να συμφωνήσει η Κομισιόν και τρίτο και σημαντικότερο κάποιος πρέπει να βάλει τα λεφτά που σημαίνει ότι αγγίζει την ευαίσθητη... χορδή της «κρατικής βοήθειας». Βέβαια, όλα μπορούν να γίνουν στην περίπτωση που η κατάσταση κριθεί έκτακτη – όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ιταλία - αρκεί η κυβέρνηση να μην προκαλεί.
Στις 3 Ιανουαρίου 2018 το Liberal.gr ανέφερε τα εξής: «Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές με γνώση των διεργασιών, το βασικό σενάριο είναι ότι η αντιμετώπιση των ελληνικών τραπεζών στα stress tests θα είναι ήπια, που σημαίνει ότι δεν θα εμφανίσουν κεφαλαιακές ανάγκες. Από κει και πέρα, θα είναι στο χέρι της ΕΚΤ να... τραβήξει τον «πνίχτη», στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση ξεφεύγει από την πειθαρχία των δημοσιονομικών απαιτήσεων. Με άλλα λόγια, αν η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει την παροχολογία και τις υποσχέσεις για αθέτηση των όσων έχει ψηφίσει για το 2019 και το 2020, τότε οι τράπεζες θα είναι εκείνες που θα δέχονται τις πρώτες ισχυρές πιέσεις, σε ένα μηχανισμό με καρότο και μαστίγιο, μέσω του οποίου δύσκολα μπορεί να κυλήσει ομαλά η μεταμνημονιακή εποχή».
Όλοι γνώριζαν πως αν η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις και να εφαρμόσει τα μέτρα που η ίδια έχει ψηφίσει, τότε οι τράπεζες θα έχουν και χρόνο και βοήθεια να ξεφορτωθούν τα «κόκκινα» δάνεια. Γνώριζαν, επίσης, ότι αν ο Αλ. Τσίπρας επαναπαυόταν στο «μαξιλάρι» και χάραζε πορεία με βάση το πολιτικό του συμφέρον ενόψει εκλογών, τότε οι συνθήκες στην οικονομία θα χειροτέρευαν και οι τράπεζες θα άκουγαν το «καμπανάκι» των αγορών ή της ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ αποφάσισε να ενισχυθεί δηλαδή ο κλάδος σταδιακά για να μπορέσει να σηκώσει το όποιο βάρος προκύψει στην προσπάθειά του να «ξεφορτωθεί» τα προβληματικά δάνεια. Η ελληνική κυβέρνηση, αντιθέτως, επέλεξε το δρόμο των πολιτικών σκοπιμοτήτων και τώρα τρέχει να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και να βρει λύσεις που δύσκολα μπορούν να υλοποιηθούν.