Η κυβέρνηση εκχωρεί στο ΔΝΤ τη διαχείριση του πλεονάσματος

Η κυβέρνηση εκχωρεί στο ΔΝΤ τη διαχείριση του πλεονάσματος

 

Των Βασίλη Γεώργα, Προκόπη Χατζηνικολάου

Από τις μονομερείς ενέργειες για τα πλεονάσματα, στην πλήρη εκχώρηση της κυριαρχίας της στο ΔΝΤ περνά η κυβέρνηση η οποία με το άρθρο 15 του εφαρμοστικού νόμου δίνει στο Ταμείο την πλήρη δικαιοδοσία να εγκρίνει, να απορρίπτει και να αποφασίζει εκείνο τόσο για τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων όσο και για την εφαρμογή, την μερική εφαρμογή ή την ακύρωση των περιβόητων «αντίμετρων» μετά τη λήξη του Μνημονίου.

Το ΔΝΤ και δευτερευόντως οι υπόλοιποι τρεις θεσμοί (Ε.Ε, ESM και ΕΚΤ) μετατρέπεται έτσι σε απόλυτο επιτηρητή της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και της διαχείρισης των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ που είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει η χώρα τουλάχιστον μέχρι το 2022.

Και αυτό καθώς οι δανειστές αποκτούν δια νόμου το δικαίωμα όχι μόνο να απορρίπτουν ή να αλλάζουν το μείγμα των «θετικών μέτρων» εφόσον ξεπερνιέται ο στόχος, αλλά και να επιβάλουν με αυτοματοποιημένο τρόπο πρόσθετες επιβαρύνσεις αν τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν εκτροχιασμό.

Είναι η δεύτερη πιο ηχηρή «μεταμνημονιακή» εκχώρηση δικαιωμάτων μετά τη συμφωνία για το «Υπερταμείο», όπου περνά η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση με το άρθρο 15 οι κυβερνήσεις χάνουν το δικαίωμα που είχαν να αποφασίζουν, κατόπιν συνεννόησης με τους δανειστές, για την διανομή των πλεονασμάτων.

Η ρύθμιση αυτή με την οποία στην ουσία η κυβέρνηση δίνει τα κλειδιά στο ΔΝΤ να αποφασίζει, έρχεται ως αποτέλεσμα της απόφασης που έλαβε η κυβέρνηση τον περσινό Δεκέμβριο του 2016 να προχωρήσει μονομερώς στη διανομή 620 εκατ. ευρώ από το υπερβάλλον πλεόνασμα στους συνταξιούχους χωρίς εισοδηματικά κριτήρια. Με την απόφαση αυτή τότε «ενισχύθηκαν» ακόμη και βουλευτές, ενώ είχε προκληθεί εμπλοκή με τους δανειστές που είχε ως αποτέλεσμα να παγώσουν για λίγες ημέρες οι ενέργειες έγκρισης των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, μέχρι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να στείλει επιστολή με την οποία δεσμεύονταν απέναντι στην τρόικα ότι η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει ξανά σε μονομερείς ενέργειες.

Η «τιμωρία» λοιπόν της κυβέρνησης είναι το άρθρο 15. Καθώς δεσμεύει την κυβέρνηση και την χώρα για τα επόμενα χρόνια να λειτουργεί υπό επιτροπεία ακόμα και μετά τη λήξη του προγράμματος.

Τα δε αντίμετρα για να εφαρμοστούν θα πρέπει να συντρέχουν μία σειρά από προϋποθέσεις, πέραν την έγκρισης του ΔΝΤ και των υπολοίπων θεσμών.  Για παράδειγμα για να εφαρμοστούν τα αντίμετρα το 2019 ύψους 1% του ΑΕΠ, θα πρέπει να έχει διασφαλισθεί η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5%. Το 2018 θα γίνουν οι προβολές για το 2019 και αν επιτυγχάνεται ο στόχος των 8,1 δισ. ευρώ επιπλέον (4,5%) θα επιτρέπεται η εφαρμογή των αντίμετρων ώστε το πρωτογενές πλεόνασμα να πέσει στο 3,5% του ΑΕΠ.

Τα αστρονομικά ποσά και ποσοστά που πρέπει να επιτυγχάνει ετησίως ο προϋπολογισμός καθιστά σχεδόν αδύνατη την ενεργοποίηση των αντίμετρων τόσο το 2019 όσο και το 2020 (θα ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία). Τα μόνα σίγουρα είναι τα σκληρά μέτρα ύψους 5 δισ. ευρώ που θα πρέπει να ψηφίσει η Βουλή.

Όσο και αν η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει μία ωραιοποιημένη εικόνα προβάλλοντας μάλιστα αναλυτικά και εκτενώς τα αντίμετρα  που συμπεριλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο η κατάσταση για την οικονομία είναι οριακή και δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο για τη σκληρότερη λιτότητα από την αρχή της κρίσης.

Η κυβέρνηση για να γίνει κατανοητό τι ακριβώς σημασία έχουν τα αντίμετρα θα μπορούσε να νομοθετήσει επιπλέον φοροελαφρύνσεις  καθώς η νομοθέτηση τους δεν κοστίζει τίποτα. Καθώς για να εφαρμοστούν θα πρέπει να επιτευχθούν οι σκληροί στόχοι.

Το επίμαχο άρθρο 15 που αναμένεται ότι θα πυροδοτήσει ισχυρές αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης προβλέπει ότι:

1. Προϋπόθεση για να τεθούν σε εφαρμογή τα λεγόμενα κοινωνικά και φορολογικά «αντίμετρα» (σ.σ διατάξεις των άρθρων 3 έως 9 και 11 έως 14 που ενεργοποιούνται από 1.1.2019 και από 1.1.2020 αντίστοιχα), είναι να υπάρχει εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε συνεργασία με την ΕΚΤ, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές αρχές, ότι δεν προκαλείται απόκλιση από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους όπως αυτοί καθορίζονται στο πρόγραμμα. Η εκτίμηση αυτή γίνεται στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης του προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Σύμφωνα με το άρθρο 15, ο υπουργός Οικονομικών δημοσιεύει ανακοίνωση στην οποία θα περιέχονται τα συμπεράσματα της εκτίμησης των δανειστών.

2. Οι δαπάνες για τα αντίμετρα αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ και των υπόλοιπων δανειστών. Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών διαπιστώνεται η ακριβής αντιστοιχία προς τον δημοσιονομικό στόχο και ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή τους, ενώ τα κοινωνικά αντίμετρα  αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Εργασίας.

3. Στο ΔΝΤ παραχωρείται το δικαίωμα να ζητήσει ένα χρόνο νωρίτερα την εφαρμογή της περικοπής του αφορολόγητου ορίου (2019 αντί 2020). Συγκεκριμένα στο άρθρο 15 προβλέπεται ότι αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές αρχές, διαπιστώσει ότι παρά τις περικοπές και το πάγωμα στις συντάξεις ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ δεν επιτυγχάνεται το 2019, η μείωση του αφορολόγητου ορίου θα εφαρμοστεί για τα εισοδήματα του 2019 (αντί του 2020). Και σε αυτή την περίπτωση προβλέπεται ότι υπουργός Οικονομικών δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ανακοίνωση, στην οποία περιέχονται τα συμπεράσματα της ανωτέρω εκτίμησης.

Αυτό που αποδεικνύεται με το άρθρο 15 είναι ότι τα μόνα σίγουρα προς εφαρμογή είναι τα δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2019-2020. Αντίθετα τα λεγόμενα «αναπτυξιακά μέτρα» στα οποία η κυβέρνηση στηρίζει την επιχειρηματολογία της περί «δημοσιονομικά ουδέτερης συμφωνίας» τελούν υπό αίρεση.
 
Με το συγκεκριμένο άρθρο περιορίζεται επί της ουσίας το πλαίσιο διαχείρισης των πλεονασμάτων από τις κυβερνήσεις της χώρας, καθώς η μετατροπή του ΔΝΤ σε απόλυτο μετα-μνημονιακό κριτή των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας υποκαθιστά την όποια ευχέρεια είχαν μέχρι σήμερα οι ελληνικές κυβερνήσεις να επιστρέφουν μέρος των πλεονασμάτων στους πολίτες στο βαθμό που εξυπηρετούνταν οι στόχοι του προγράμματος.

Με την ψήφιση του άρθρου παύει να ισχύει και τωρινή πρόβλεψη του τρίτου Μνημονίου σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση είχε δικαίωμα να διανέμει το 30% του υπερβάλλοντος πλεονάσματος κάθε χρονιάς για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών, 40% υπέρ του χρέους και το υπόλοιπο 30% σε κοινωνικές δράσεις υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά ομάδων.