Η χώρα αντιμέτωπη με τον κίνδυνο υποτροπιασμού και νέου οικονομικού σοκ

Η χώρα αντιμέτωπη με τον κίνδυνο υποτροπιασμού και νέου οικονομικού σοκ

Του Βασίλη Γεώργα

Κυβέρνηση και δανειστές παίζουν πλέον ένα πολύ ριψοκίνδυνο παιχνίδι στην πλάτη της Ελλάδας. Αφήνοντας το χρόνο να κυλά χωρίς συμφωνία επί της 2ης αξιολόγησης, στερούν όσο οξυγόνο έχει καταφέρει να περισώσει η οικονομία από την ασφυξία της τελευταίας διετίας και την ύφεση της προηγούμενης επταετίας, και δρομολογούν απρόβλεπτες εξελίξεις που η μία προοιωνίζεται καταστρεπτικότερη της άλλης. 

Ήδη οι διαδοχικές απώλειες των χρονικών οροσήμων για την 2η αξιολόγηση και την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε κατάρρευση των οικονομικών στόχων του ελληνικού προγράμματος και ναρκοθετούν τις επιχειρήσεις, το τραπεζικό σύστημα και εν τέλει αυτόν καθ αυτόν τον στόχο της εξόδου από τα μνημόνια.

Οι εκτιμήσεις έγκυρων οικονομικών οργανισμών όπως ο ΙΟΒΕ, ο ΟΟΣΑ, το Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής και το ΔΝΤ, ήδη αμφισβητούν ότι η Ελλάδα μπορεί πλέον να επιτύχει τους φιλόδοξους αναπτυξιακούς στόχους του 2017 (2,7%) που αποτελούν το πρώτο βήμα για να τροχιοδρομήσουμε προς την αυτόνομη χρηματοδότησή μας από τις αγορές το 2018. Αυτό σημαίνει πως βασικοί πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται το τρίτο μνημόνιο, σε λίγο καιρό θα πάψουν να υφίστανται και το πρόγραμμα θα εκτροχιαστεί εκ των έσω. Στην καλύτερη περίπτωση το αποτέλεσμα θα είναι το μνημόνιο να χρειάζεται πλήρη αναθεώρηση, και η λήψη πρόσθετων μέτρων άνω των 3 δισ. ευρώ να είναι αναπόφευκτη ανεβάζοντας τον λογαριασμό στα 7-8 δισ. ευρώ νέων μέτρων μέχρι το 2019. Το ΔΝΤ έχει ήδη αρχίσει να προϊδεάζει γι' αυτό  και δεν αμφισβητεί τυχαία τους στόχους και τις παραδοχές της συμφωνίας Ελλάδας-ευρωζώνης με αφορμή την μη βιωσιμότητα τους χρέους.

Στην χειρότερη περίπτωση, θα πρέπει να περιμένουμε την πλήρη κατάρρευση της συμφωνίας του 2015 και την έναρξη διαπραγματεύσεων για ένα 4ο μνημόνιο χρηματοδότησης που θα μας κρατήσει εντός προγραμμάτων για αρκετά χρόνια ακόμη. Αν αυτό δεν καταστεί εφικτό για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, η ασφυξία που θα ακολουθήσει, θα μας οδηγήσει σε μια αναπόδραστη πορεία εξόδου από την ευρωζώνη.

Για τις εξελίξεις αυτές κύρια υπεύθυνη είναι η κυβέρνηση την οποία βαραίνει η ευθύνη των πολιτικών αποφάσεων.

 Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχουν αποφασίσει να βάλουν την Ελλάδα στο δρόμο της χρεοκοπίας. Υπάρχουν, όμως, ενδείξεις πως φλερτάρουν με το ατύχημα για δεύτερη φορά.

 Ενώ η κυβέρνηση γνωρίζει εδώ και μήνες τους πολύ συγκεκριμένους όρους με τους οποίους η χώρα μπορεί να κάνει το βήμα προς την σταδιακή απεξάρτησή της από το μνημόνιο μετά το 2018, έχει επιλέξει να προβάλει ως κεντρικό πολιτικό αφήγημα την μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους αλλά την ίδια στιγμή αρνείται να παράσχει στους ευρωπαίους εταίρους τις εγγυήσεις που θεωρούν απαραίτητες ώστε να ελαφρύνουν το ελληνικό χρέος με τρόπο που η εξυπηρέτησή του να καταστεί βιώσιμη. Μια κρίσιμη λεπτομέρεια είναι πως η πρόταση των δανειστών προς την κυβέρνηση η οποία απερρίφθη, προβλέπει ως αντάλλαγμα στην προκαταβολική ψήφιση μέτρων, την αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος χωρίς τα οποία άλλωστε το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει πως δεν μπορεί να καταλήξει σε θετική έκθεση για την βιωσιμότητα του χρέους, και η ΕΚΤ δεν μπορεί να εγκρίνει την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

 Μέχρι σήμερα η στρατηγική της κυβέρνησης να αποσυσπειρώσει τους δανειστές και το ΔΝΤ, και να εμπλέξει στον ευρωπαϊκό εκλογικό κύκλο το ελληνικό πρόβλημα, έχει αποδειχθεί αδιέξοδη και ατελέσφορη κρατώντας παράλληλα σε απόσταση επενδυτές και διεθνή κεφάλαια.

 Ενώ θα έπρεπε σήμερα να αξιοποιούμε ως βατήρα την σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας το 2016 για να εδραιώσουμε την πορεία εξόδου από την ύφεση και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αναζωπύρωση του ρίσκου  χρεοκοπίας της χώρας, και μιας διαλυτικής  συζήτησης για ένα 4ο μνημόνιο ή την ακόμη πιο επώδυνη εναλλακτική της σύγκρουσης και της αποχώρησης από την ευρωζώνη. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Αν οι αγορές είχαν πειστεί για την πορεία της χώρας, η απόδοση των ελληνικών ομολόγων δεν θα βρίσκονταν πάνω από το 7%, ούτε το χρηματιστήριο μπλοκαρισμένο στις 600-650 μονάδες.

Αν θέλουμε να μιλάμε με πραγματικούς όρους, είναι πλέον πρακτικά ανέφικτο, όχι μόνο για την παρούσα, αλλά και για μια μελλοντική κυβέρνηση, να αποφύγει τη νομοθέτηση προκαταβολικών μέτρων περικοπής συντάξεων και μείωσης του αφορολόγητου ορίου και να δεσμευτεί για την διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.  

Αυτές οι απαιτήσεις σε συνδυασμό με άλλες σοβαρές και οδυνηρές διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στην απελευθέρωση της οικονομίας, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις όχι μόνο για να παραμείνει εντός προγράμματος το ΔΝΤ, αλλά κυρίως για να προχωρήσουμε στο επόμενο μεγάλο βήμα της σύγκλισης με την ευρωζώνη και να «κερδίσουμε» την μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του ελληνικού χρέους που συνεπάγεται ζημιές για τους φορολογούμενους της Ε.Ε.

Το ρήγμα εμπιστοσύνης που υφίσταται από την πρώτη ημέρα υπογραφής των μνημονίων και διευρύνθηκε περαιτέρω επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ζητείται να καλυφθεί με εγγυήσεις οι οποίες δεν θα αφήνουν περιθώρια για να επαναληφθεί ο εκτροχιασμός του προγράμματος, ούτε, όμως, θα δίνουν τη δυνατότητα  σε μελλοντικές κυβερνήσεις να παίζουν με τα λεφτά των δανειστών.

Η προκαταβολική ψήφιση σκληρών μέτρων με ρήτρα ακύρωσης που προτείνουν οι δανειστές και η απαίτησή τους για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, είναι μια σκληρή μέθοδος ώστε να διασφαλιστεί ότι καμία κυβέρνηση στο μέλλον δεν θα προσποιείται ότι «βγάζει» το πρόγραμμα υπερφορολογώντας την οικονομία και μην κάνοντας οτιδήποτε άλλο για να καταστήσει βιώσιμη τη οικονομία.