Τα πράγματα δυσκολεύουν για την εμβληματική γερμανική βιομηχανία ThyssenKrupp (TKA XETRA). Παρά το ότι νωρίτερα φέτος εισέπραξε 17 δισεκατομμύρια ευρώ από την πώληση του τομέα ανελκυστήρων σε μία ομάδα ιδιωτών επενδυτών, το σχέδιο ανάκαμψης που βασίζεται σε αυτήν την πώληση φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες και δεν αποκλείεται καθόλου η εταιρεία να ζητήσει προσωρινή βοήθεια από την γερμανική κυβέρνηση.
Η λογική αυτού του σχεδίου είναι πολύ απλή: Με την είσπραξη του πολύ μεγάλου ποσού από την πώληση του πολυτιμότερου τομέα της επιχείρησης εξασφαλίζεται πολύτιμος χρόνος έτσι ώστε η ThyssenKrupp να καταφέρει να απαλλαγεί από τα προβληματικά και άκρως ζημιογόνα κομμάτια της και να κρατήσει μόνο τρεις βασικούς κερδοφόρους τομείς. Το σημαντικότερο από τα «κακά» κομμάτια της είναι οι χαλυβουργικές δραστηριότητες στην Γερμανία, που παρά τις προσπάθειες της εταιρείας και την συνεχή μείωση των θέσεων εργασίας, ακόμα χάνει τουλάχιστον 1 δισεκατομμύριο Ευρώ ετησίως. Αν η προσπάθεια απαλλαγής από την χαλυβουργία αποτύχει, το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο και τα 17 δισεκατομμύρια σε λίγα χρόνια θα εξανεμιστούν.
Η διοίκηση της ThyssenKrupp προσπαθεί εδώ και καιρό να βρει αγοραστή για την χαλυβουργία της, ή έστω κάποιους στρατηγικούς επενδυτές πρόθυμους να αγοράσουν σημαντικό κομμάτι της. Έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες αλλά οι δυσκολίες είναι πολύ μεγάλες. Η περσινή προσπάθεια δημιουργίας κοινής επιχείρησης με την ινδική Tata Steel προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των αρχών ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ οι συνομιλίες που γίνονται αυτή την εποχή με εταιρείες σουηδικών και βρετανικών συμφερόντων δεν φαίνεται να προχωρούν αρκετά γρήγορα.
Το μεγαλύτερο όμως εμπόδιο φαίνεται πως είναι η προοπτική δεκάδων χιλιάδων απολύσεων στα χαλυβουργεία της εταιρείας στην Γερμανία. Τα εργατικά συνδικάτα, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, αλλά και σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου είναι ξεκάθαρα αντίθετοι σε αυτή την εξέλιξη. Η κατάσταση γίνεται πιο δύσκολη λόγω της διχογνωμίας που επικρατεί στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης σχετικά με το είδος της βοήθειας που θα δοθεί σε επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη. Η μεριά των χριστιανοδημοκρατών προτιμά μία «σιωπηλή» συμμετοχή, κατά προτίμηση, χωρίς το κράτος να αποκτήσει μετοχικό μερίδιο και θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο, ενώ η σοσιαλδημοκρατική ζητά οπωσδήποτε σημαντικό μετοχικό μερίδιο και αρκετές θέσεις στο Δ.Σ.
Είναι φανερό πως οι πιθανότητες αποτυχίας του σχεδίου ανάκαμψης έχουν αρχίσει να αυξάνονται και η εταιρεία κινδυνεύει να βρεθεί σε αδιέξοδο. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που έχουν αρχίσει να ακούγονται κάποια εναλλακτικά σενάρια. Το πιο ενδιαφέρον από αυτά προβλέπει την παραμονή των χαλυβουργικών δραστηριοτήτων, την διατήρηση των θέσεων εργασίας και την μεταμόρφωσή τους σε πρότυπες «πράσινες» μονάδες με χρήση γενναίας κρατικής βοήθειας. Η λογική εδώ είναι η εξής: αφού η πώληση των μονάδων είναι πολιτικά δύσκολη και ούτως ή άλλως το γερμανικό δημόσιο θα αναγκαστεί με κάποιο τρόπο να βοηθήσει την επιχείρηση, γιατί να μην χρησιμοποιηθεί η κρατική βοήθεια στα πλαίσια του μεγάλου ευρωπαϊκού «πράσινου» σχεδίου και της απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για στροφή στην παραγωγή ενέργειας από υδρογόνο.
Μπορεί να ακούγεται αρκετά τραβηγμένο, δεν είναι όμως παράλογο. Δεν είναι ευρέως γνωστό, αλλά η Thyssen Krupp έχει προχωρήσει αρκετά τις έρευνές της στον τομέα αυτό. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της, μέχρι το 2022 θα έχει πετύχει την μερική υποκατάσταση του άνθρακα με υδρογόνο στην λειτουργία μίας υψικαμίνου στο Duisburg, μειώνοντας κατά 20% την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα. Το επόμενο βήμα, που αναμένεται να γίνει το 2024, θα είναι η λειτουργία της υψικαμίνου αποκλειστικά με χρήση υδρογόνου σαν πηγή ενέργειας, πετυχαίνοντας μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Κάτι άλλο, που επίσης δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι πως μία μονάδα της ThyssenKrupp, η Uhde, είναι από τις πρώτες στον κόσμο στην κατασκευή των εγκαταστάσεων παραγωγής υδρογόνου από ηλεκτρόλυση.
Για να μπορέσει να επιτευχθεί πλήρης μετατροπή των χαλυβουργείων της ThyssenKrupp και να δουλεύουν όλα με υδρογόνο, απαιτούνται πολλά κεφάλαια και όχι μόνο. Σύμφωνα με χρηματιστηριακές αναλύσεις, το κόστος για την μετατροπή των χαλυβουργείων πλησιάζει τα 7 δισεκατομμύρια Ευρώ. Αυτό όμως δεν είναι το πιο δύσκολο μέρος του σεναρίου. Το μεγάλο πρόβλημα σε αυτό το σχέδιο είναι η ποσότητα «καθαρού» υδρογόνου που απαιτείται για την λειτουργία των εργοστασίων της εταιρείας. Όταν λέμε καθαρού εννοούμε πως πρέπει να έχει παραχθεί με την χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της McKinsey, για να παραχθεί το καθαρό υδρογόνο που απαιτείται για έναν χρόνο λειτουργίας των χαλυβουργείων, χρειάζεται ενέργεια ίση με όλη την παραγωγή αιολικής ενέργειας της Μεγάλης Βρετανίας για ένα τρίμηνο. Ο μόνος τρόπος να επιτευχθούν όλα αυτά είναι η ενεργός συμμετοχή του γερμανικού δημοσίου, αφενός μέσω των κεφαλαίων που πρέπει να διαθέσει και αφετέρου μέσω της πιο επιθετικής προώθησης του υδρογόνου σαν ανταγωνιστικής πηγής παραγωγής ενέργειας.
Εδώ ερχόμαστε στο περσινό σχέδιο του Peter Almaier, υπουργού οικονομίας και βασικού συμβούλου της Καγκελαρίου Μέρκελ, για την ενίσχυση γερμανικών επιχειρήσεων με σκοπό την δημιουργία «παγκόσμιων πρωταθλητών», σαν ένα είδος απάντησης στην κυριαρχία των αμερικανικών και την άνοδο των κινεζικών επιχειρήσεων. Το σχέδιο αυτό είχε «απορριφθεί μετά πολλών επαίνων» από τον επιχειρηματικό κόσμο και το ίδιο το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα.
Τώρα όμως, μετά την μεγάλη κρίση που προκάλεσε η πανδημία, δίνεται η ευκαιρία στην Καγκελάριο και την ομάδα της να προωθήσουν αυτό το σχέδιο, καθώς οι κίνδυνοι για τις γερμανικές επιχειρήσεις είναι πλέον ευδιάκριτοι. Αν η Καγκελάριος πείσει το κόμμα της και βρει τρόπο συνεννόησης με τους συνεργάτες της στην κυβέρνηση, το «παλαβό» σχέδιο που αναπτύξαμε παραπάνω θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Δύσκολο να πούμε πόσο καλό θα είναι αυτό για τους μετόχους της Thyssen Krupp, θα είναι όμως καλύτερο από το να περνάει ο χρόνος χωρίς λύση για την παραδοσιακή του χαλυβουργική δραστηριότητα.