Η έκρηξη των τιμών φυσικού αερίου σε παγκόσμιο επίπεδο, που εξελίχθηκε από τις αρχές του καλοκαιριού 2021, πλησιάζει πολύ υψηλά επίπεδα τον Οκτώβριο και αναμένεται να διαρκέσει όλο τον χειμώνα 2021-2022, έχει σημαντικές παρενέργειες για την ενεργειακή πολιτική που αποσκοπεί στην ταχεία μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων.
Η μετάβαση προς ένα σύστημα μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος, όπως κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση, χρειάζεται κοινωνική συναίνεση. Όμως, η αύξηση των τιμών φυσικού αερίου, η οποία συμπαρασύρει και τις τιμές ηλεκτρικές ενέργειας, καθιστά την ενέργεια ιδιαίτερα ακριβή για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις εγείροντας αμφισβητήσεις για την ταχύτητα και τον τρόπο που εξελίσσεται η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Ο σχεδιασμός της μετάβασης πρόβλεψε ότι στην αρχή θα υπάρξει αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο, αφενός γιατί ως υποκατάστατο άνθρακα και λιγνίτη έχει σαφώς μικρότερο ανθρακικό αποτύπωμα, αφετέρου γιατί συμπληρώνει και εξισορροπεί τις στοχαστικές διακυμάνσεις των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Η εξάρτηση από το φυσικό αέριο σχεδιάστηκε να διαρκέσει λίγα μόνο χρόνια (λιγότερο από δέκα) μέχρις ότου αναπτυχθούν ραγδαία οι ΑΠΕ, η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και οι νέες τεχνολογίες βιοενέργειας και υδρογόνου.
Ο κύριος μοχλός που ήταν η φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσω αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής μέσω δημοπρασιών, δηλαδή ο μηχανισμός ETS, έδωσε από το 2018 και μετά υψηλό σήμα κόστους του διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο συνετέλεσε στον τερματισμό χρήσης ανθρακικών και λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Όμως η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν μπορούσε να ήταν τόσο γρήγορη, λόγω αδράνειας της διαδικασίας χορήγησης αδειών, κατασκευής νέων δικτύων και χρηματοδοτικών μηχανισμών.
Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, αυξήθηκε η χρήση φυσικού αερίου αλλά και η εξάρτηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας από τις τιμές φυσικού αερίου. Ατυχώς όμως, υπήρξε η σύμπτωση της συγκυριακής έκρηξης των τιμών, κυρίως λόγω ανάκαμψης από τον COVID και περιορισμένης προσφοράς, στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με την αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο, η οποία και αυτή είναι προσωρινή.
Ατυχώς όμως, η σύμπτωση αυτή είναι πολιτικά πολύ επικίνδυνη γιατί στην ουσία ο καταναλωτής γίνεται καχύποπτος ότι φταίει η μετάβαση για τις αυξημένες τιμές και επομένως μπορεί να συνασπισθεί πίεση αναστολής ή καθυστέρησης των πολιτικών της μετάβασης, οι οποίες βρίσκονται σε κρίσιμο σταυροδρόμι ενόψει της έγκρισης του φιλόδοξου πακέτου Fit-for-55 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κατ’ αρχήν πρέπει να τονισθεί ότι η μετάβαση προς τις ΑΠΕ και τις νέες τεχνολογίες δεν αναμένεται να επιβαρύνει τους καταναλωτές, γιατί οι ΑΠΕ είναι μακράν ο φθηνότερος τρόπος παραγωγής ενέργειας. Όμως η οργάνωση των αγορών και το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν έχουν φθάσει ακόμα στην ωριμότητα εκείνη όπου οι τιμές καταναλωτή να αντανακλούν απευθείας το χαμηλό κόστος των ΑΠΕ.
Αυτό θα γίνει όταν οι ιδιωτικές συμβάσεις των πωλητών ενέργειας στηρίζονται απευθείας σε χαρτοφυλάκια αγοράς ενέργειας από ΑΠΕ στα οποία το φυσικό αέριο και τεχνολογίες αποθήκευσης θα έχουν συμπληρωματικό και όχι καθοριστικό ρόλο στο κόστος. Αυτό θα γίνει τα επόμενα λίγα χρόνια, αλλά δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε, η θετική απάντηση στην αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου είναι η επιτάχυνση των ΑΠΕ και η πλήρης ένταξή τους στην ιδιωτική αγορά ως βάση της προμήθειας ενέργειας προς τους πελάτες. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται άμεσα, αυτόν τον χειμώνα, αλλά θα αποδώσει σε 2-3 χρόνια.
Όπως θα έκανε και κάθε ορθολογική επιχείρηση, η μετάβαση, η οποία καθοδηγείται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, και επομένως πρέπει να αποδοθεί στην ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής, έπρεπε να είχε περιλάβει μηχανισμό προστασίας των καταναλωτών από τυχόν απρόβλεπτες διακυμάνσεις των τιμών του φυσικού αερίου ιδίως κατά τον βραχυχρόνιο ορίζοντα που περιλαμβάνει αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο. Ο μηχανισμός προστασίας, βασιζόμενος στα τεράστια έσοδα του ETS, θα έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα να επιδοτήσει τις τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού αντισταθμίζοντας τις υπέρογκες αυξήσεις και να ανακτήσει το κόστος σε μεγάλο βάθος χρόνου. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική διαχείριση της μετάβασης θα ήταν ασφαλής και θα τύγχανε σταθερότερης κοινωνικής συναίνεσης.
Δυστυχώς, βιώνουμε αποτυχία της αγοράς (market failure) στο να προβλέψει την ανάκαμψη της ζήτησης φυσικού αερίου και να προετοιμάσει την αντίστοιχη δυναμικότητα προσφοράς, και ταυτόχρονα ρυθμιστική αποτυχία (regulatory failure) στο να προβλέψει μηχανισμούς προστασίας (price hedging instruments) από τις υπέρογκες αυξήσεις τιμών φυσικού αερίου τη στιγμή μάλιστα που είχε προβλεφθεί η για λίγα χρόνια αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο.
Υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος να τεθεί σε λειτουργία μόνιμος μηχανισμός αντιστάθμισης της αύξησης των τιμών (Hedging Fund) από την Ευρωπαϊκή Ένωση και σε αυτό αποσκοπεί η πρόταση που κατατέθηκε από την Ελλάδα και λειτουργεί παράλληλα με αντίστοιχες προτάσεις και πιέσεις που έχουν εκδηλώσει πολλές χώρες ενόψει των συνεδριάσεων του Συμβουλίου. Ήδη η Ελληνική Κυβέρνηση προωθεί εφαρμογή της αντιστάθμισης των τιμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέτρεψε τις χώρες-μέλη να χρησιμοποιήσουν τα έσοδα από το ETS για αντιστάθμιση τιμών, ενώ παρόμοια μέτρα ανακοινώθηκαν ήδη από αρκετές Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις. Υπάρχει επομένως προσδοκία να προληφθεί η επέκταση της κρίσης και να αποσοβηθούν οι συνέπειές της για την ενεργειακή μετάβαση.
* Ο Παντελής Κάπρος είναι καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας και Επιχειρησιακής Έρευνας στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών