Οι βραδείς ρυθμοί εμβολιασμών κατά της νόσου COVID-19 στην Ευρώπη θα επηρεάσουν τις προοπτικές ανάκαμψης με τις οικονομίες της γηραιάς ηπείρου να μένουν πίσω σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ασία, εκτός αν στις επόμενες εβδομάδες το πρόγραμμα εμβολιασμών επανέλθει στην τροχιά που είχαν σχεδιάσει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τον περασμένο μήνα, οι οικονομίες της Κίνας, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας θα επανέλθουν σε προ-πανδημίας επίπεδα έως το τέλος του 2021 αλλά κάτι αντίστοιχο δεν προβλέπεται για την οικονομία της ευρωζώνης, που όπως δείχνουν τα πράγματα δεν θα το καταφέρει πριν το τέλος του 2022.
Ενώ η νέα κυβέρνηση στις ΗΠΑ ετοιμάζει νέο πακέτο στήριξης της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ακόμη διαπραγματεύονται τα διάφορα πρότζεκτ που θα χρηματοδοτηθούν από τα συνολικά κονδύλια των 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης.
Παράλληλα, οι καθυστερήσεις στα προγράμματα εμβολιασμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ανησυχίες για τις νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού δεν επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να χαλαρώσουν τους περιορισμούς που έχουν επιβάλλει για να συγκρατήσουν την εξάπλωση της πανδημίας.
Όπως σχολιάζει ο επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική στην S&P Global Ratings, «η κατάσταση παραμένει ένας αγώνας δρόμου μεταξύ των μεταλλάξεων του ιού και του ρυθμού εμβολιασμών. Στο μέτωπο των εμβολιασμών οι οικονομίες της ευρωζώνης σίγουρα έχουν μείνει πίσω».
Η συρρίκνωση της οικονομίας της ευρωζώνης επιδεινώθηκε τον Ιανουάριο σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία καθώς οι νέοι περιορισμοί έπληξαν τους κλάδους υπηρεσιών.
Τα lockdown που βρίσκονται σε ισχύ σε πολλές χώρες πιθανότατα θα διαρκέσουν έως τον Μάρτιο και ίσως περισσότερο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση στην Γερμανία, οι επιχειρήσεις στη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης πιστεύουν ότι μία σειρά περιορισμών που επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Οι ανησυχίες κυρίως εστιάζουν στα προγράμματα εμβολιασμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που ανακοινώθηκαν με τυμπανοκρουσίες στις 27 Δεκεμβρίου αλλά έκτοτε έχουν αποδειχθεί βραδείς διαδικασίες εν μέσω ελλείψεων στα εμβόλια.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ασφαλιστικής Euler Hermes, ο μέσος ημερήσιος ρυθμός εμβολιασμών στις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ βρίσκεται στο 0,12% του πληθυσμού, περίπου τέσσερις φορές χαμηλότερος από ότι στη Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν μέχρι στιγμής εμβολιάσει με τις πρώτες δόσεις περίπου το 3% των πληθυσμών τους σε σύγκριση με 9% στις ΗΠΑ και 14% στη Βρετανία, σύμφωνα με στοιχεία της Our World in Data.
Η Euler Hermes εκτιμά οτι αυτό μεταφράζεται σε μία υστέρηση πέντε εβδομάδων στο μέτωπο των εμβολιασμών και σε περίπτωση που δεν βελτιωθεί, μπορεί να κοστίσει γύρω στα 90 δισ. ευρώ σε διαφυγόν ΑΕΠ φέτος η σε δύο ποσοστιαίες μονάδες τριμηνιαίας ανάπτυξης που δεν θα πραγματοποιηθεί.
«Οι οικονομίες που θα κόψουν πρώτες το νήμα θα ανταμειφθούν με δυνατά πολλαπλασιαστικά οφέλη που θα τονώσουν την κατανάλωση και την επενδυτική δραστηριότητα στο δεύτερο εξάμηνο του 2021. Αντίθετα, οι οικονομίες που θα μείνουν συγκριτικά πίσω στους εμβολιασμούς θα παραμείνουν εγκλωβισμένες στην υγειονομική κρίση και θα πληρώσουν το τίμημα όσον αφορά στις επιπτώσεις στην οικονομία», αναφέρει σε έκθεση της η Euler Hermes.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν την εβδομάδα που πέρασε στήριξε την προσπάθεια που καταβάλει η ΕΕ, δηλώνοντας οτι η Ενωση υστερεί του ανταγωνισμού κατά τρεις με τέσσερις εβδομάδες λόγω των αυστηρότερων διαδικασιών έγκρισης εμβολίων.
Τα προβλήματα που εντοπίστηκαν στην προσφορά των εμβολίων θα υποχωρήσουν, ωστόσο, παραδέχτηκε οτι το να αυξηθεί η παραγωγή παραμένει μία πρόκληση.
Σε περίπτωση που η πολυπόθητη ανάκαμψη στην Ευρώπη αργήσει, ο κίνδυνος είναι ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερες ουλές στις οικονομίες της, μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη βλάβη. Μία μεγάλη ανησυχία είναι το τι θα σημάνει αυτό για την ανεργία των νέων και των μακροπρόθεσμα ανέργων που μόλις είχαν αρχίσει να βελτιώνονται μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008-9.
Στη δεξαμενή σκέψης Bruegel στις Βρυξέλλες, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η πανδημία COVID-19 απειλεί να αντιστρέψει την πρόοδο που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία και οι κυβερνήσεις πρέπει να πάρουν μέτρα ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω ουλές στην ανεργία των νέων.
Εκτιμούν οτι τα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών αυξήθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2020 στο 16,4% από 14,9% πρίν ένα χρόνο, ενώ η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών υποχώρησε ελαφρά στο 4,8% από 5,1%.
Μία καθυστερημένη ανάκαμψη μπορεί επίσης να κάνει τα πράγματα πιό δύσκολα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που επιθυμεί να διατηρήσει τη νομισματική της πολιτική υπερ - χαλαρή την ίδια στιγμή που η πιό δυνατή αμερικανική οικονομία πιέζει ανοδικά το κόστος δανεισμού παγκοσμίως.
Ήδη, σημάδια αυτής της αποσύνδεσης έχουν αρχίσει να διαφαίνονται στις αγορές. Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ έχει αυξηθεί κατά 20 μονάδες βάσης μέχρι φέτος ενώ, αντίθετα, το κόστος δανεισμού της Γερμανίας παραμένει σε αρνητικό έδαφος στο -0,46%, ένδειξη ότι η αγορά αναμένει επιθετική στήριξη από την ΕΚΤ για αρκετό διάστημα ακόμη.
Όσο διαρκεί αυτή η υπεραπόδοση των ΗΠΑ είναι φυσικό να οδηγήσει σε συζήτηση για το πότε η Fed θα αρχίσει να φρενάρει, σπρώχνοντας τα επιτόκια ακόμα υψηλότερα στην αγορά. Κάτι τέτοιο θα κάνει τη ζωή της ΕΚΤ δυσκολότερη.
«Αυτή την περίοδο οι κεντρικές τράπεζες κάνουν το ίδιο πράγμα, αλλά το 2022 θα υπάρξουν πολλά ερωτηματικά όσον αφορά στην απόκλιση αυτή με την ΕΚΤ να εξακολουθεί τη χαλαρή της νομισματική πολιτική», σύμφωνα με τον οίκο Jefferies.
Παρόλο που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να προσφέρουν πακέτα στήριξης και τόνωσης της οικονομίας ανάλογα με αυτό των ΗΠΑ που προσφέρει στήριξη ισοδύναμη με 19% του ΑΕΠ, η δημοσιονομική και νομισματική στήριξη μέχρι τώρα ήταν επιθετική και αυτό βοήθησε τις οικονομίες της ευρωζώνης να κλείσουν την περσινή χρονιά σε καλύτερη κατάσταση από οτι αναμενόταν.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Berenberg, η οικονομία της ευρωζώνης θα χρειαστεί περίπου εννέα τρίμηνα για να επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα της, περισσότερο χρονικό διάστημα από τις ΗΠΑ που οι αναλυτές του οίκου εκτιμούν ότι θα χρειαστεί μόνο έξι τρίμηνα.
Θα είναι μία μικρότερη υστέρηση από αυτή που παρατηρήθηκε μετά την κρίση του 2008-9, όταν η οικονομία της ευρωζώνης χρειάστηκε επτά χρόνια για να συνέλθει πλήρως και να αναπληρώσει τις απώλειες της ενώ οι ΗΠΑ ανέκαμψαν μέσα σε τρεισήμισι χρόνια.
«Αν η υλοποίηση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης αποδειχθεί αδύναμη, και υπάρχει ο κίνδυνος για κάτι τέτοιο καθώς είναι δύσκολη υπόθεση να ξοδέψεις τόσα πολλά χρήματα γρήγορα και σε καλούς σκοπούς, τότε θα έχουμε χάσει μια σημαντική ευκαιρία», σχολιάζει αναλυτής στη δεξαμενή σκέψης Center for European Reform.