Επί πολλά χρόνια μια ομάδα βυτιοφορέων εκκένωσης και μεταφοράς λυμάτων στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής πωλούσαν τις υπηρεσίες τους υπερτιμολογημένες. Από 62% μέχρι και 214% πάνω απ’ ότι αντίστοιχοι ανεξάρτητοι αυτοκινητιστές. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που κάνει λόγο για καρτέλ.
Η είδηση όμως είναι αλλού. Η απόφαση εκδόθηκε το 2015. Δημοσιεύτηκε ωστόσο - άγνωστο γιατί- σε ΦΕΚ μετά από… πέντε χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 2020.
Ελληνική γραφειοκρατία, άνωθεν παρεμβάσεις, κάτι άλλο ; Είναι ένα ερώτημα που μόνο η ίδια η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί και πρέπει να το απαντήσει. Εξάλλου για την ίδια υπόθεση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού χρειάστηκε 12 χρόνια μετά την πρώτη καταγγελία το μακρινό 2002, προκειμένου να φτάσει στην συγκεκριμένη απόφαση και να διαπιστώσει το 2015 εναρμονισμένη πρακτική.
Η περίεργη αυτή υπόθεση παρουσιάζει όλη την παθογένεια της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας, όπως την περιγράφει η απόφαση 603/2015 της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Καταδεικνύει ότι η ελληνική αγορά, ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, λειτουργεί συχνά ως καρτέλ που κερδοσκοπεί εις βάρος των πολιτών, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει την αδυναμία των αρχών ελέγχου να επιβάλλουν άμεσα μέτρα σε όσους παρανομούν. Αναδεικνύει τη ζημία που προκαλούσαν στην οικονομία τα κλειστά επαγγέλματα τα οποία δημιουργούνταν και λειτουργούσαν με τις πλάτες των πολιτικών στις προμνημονιακές εποχές
Το καρτέλ και οι χρεώσεις
Η απόφαση 603/2015 της ΕΠΑΝΤ, αφορά σε ένα ιδιότυπο καρτέλ Φορτηγών Δημόσιας Χρήσης (ΦΔΧ) που είχε συσταθεί στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, την χερσόνησο της Κασσάνδρας. Επτά ιδιοκτήτες (ή 12 συνολικά ιδιοκτήτες αν συμπεριληφθούν και οι διάδοχοι τους) βυτιοφόρων εκκένωσης και μεταφοράς βοθρολυμάτων και ακάθαρτων υδάτων, είχαν συστήσει την κοινοπραξία «Κασσάνδρα» μέσω της οποίας ακολουθούσαν εναρμονισμένη πολιτική τιμών σε όλη την έκταση της χερσονήσου. Τα μέλη της κοινοπραξίας, όχι μόνον ακολουθούσαν εναρμονισμένη πολιτική τιμών, αλλά είχαν επιβάλλει εγγράφως στο καταστατικό της κοινοπραξίας ποινές στα μέλη που δεν θα ακολουθούσαν την προσχεδιασμένη πολιτική.
Σύμφωνα με την απόφαση της ΕΠΑΝΤ, το ιδιότυπο καρτέλ των «Αχόρταγων», επί σχεδόν 13 χρόνια πουλούσε υπηρεσίες πολύ ακριβά σε όλους τους κατοίκους της περιοχής τα σπίτια των οποίων κατά κανόνα δεν διαθέτουν αποχετεύσεις. Οι χρεώσεις αυτές, σύμφωνα με την απόφαση της ΕΠΑΝΤ ήταν από 62% έως 241% -ανάλογα την χρονιά, την διαδρομή και την έδρα του ιδιοκτήτη.
Μάλιστα σύμφωνα με την απόφαση, τις περισσότερες φορές η άντληση, μεταφορά και απόρριψη των ακαθάρτων από τα μέλη της «Κασσάνδρας» ήταν πιο ακριβή ακόμη και στην περίπτωση που είχαν να διανύσουν μικρότερες αποστάσεις από τους ανταγωνιστές τους. «Ειδικότερα, για τα έτη 2003-2004 και 2007-2010, όπου υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία προκύπτει ότι ο […] χρέωνε τους πελάτες του κατά 68,6%, 47,5%, 98,3%, 99,3%, 115,5% και 143,7% αντίστοιχα, υψηλότερα από ότι ο ανεξάρτητος αυτοκινητιστής για μεταφορά και απόρριψη λυμάτων, παρόλο που η απόσταση που διανύει ο […] είναι κατά πολύ μικρότερη από εκείνη του [….]», αναφέρει η εμπιστευτική έκδοση της απόφασης της ΕΠΑΝΤ που δημοσιοποιήθηκε στο ΦΕΚ.
Το τελευταίο είναι κρίσιμης σημασίας καθώς το βασικό κόστος παροχής της σχετικής υπηρεσίας, όπως αναφέρει η Επιτροπή Ανταγωνισμού προκύπτει από την κατανάλωση καυσίμων του θα διανύσει το ΦΔΧ. Επιπλέον, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία που να διαφοροποιούν το επίπεδο ποιότητας παροχής της υπηρεσίας, το μόνο στοιχείο ανταγωνισμού είναι η τιμή παροχής της υπηρεσίας. Και αυτό φέρεται να το γνώριζαν πολύ καλά τα 7 μέλη της κοινοπραξίας «Κασσάνδρα».
Ανταγωνισμός πρακτικά δεν υπήρχε. Σε όλη την χερσόνησο υπήρχαν εννέα ιδιοκτήτες, εκ των οποίων οι δύο λειτουργούσαν στον πιο μεγάλο οικισμό της Ν. Φώκαιας. Οι τελευταίοι δεν εντάχθηκαν στην κοινοπραξία που είχαν συστήσει οι υπόλοιποι επτά, καθώς εξυπηρετούσαν μόνον πελάτες εντός του οικισμού της Ν. Φώκαιας.
Ο επόμενος ανταγωνιστής των επτά βρίσκονταν στα Ν. Μουδανιά, απόσταση που είναι 7 χλμ. από τον πιο κοντινό οικισμό της χερσονήσου (Ν. Ποτίδαια) και πάνω από 50 χλμ. στον πιο μακρινό (Παλιούρι). Υπό την έννοια αυτή, η κοινοπραξία «Κασσάνδρα» ήλεγχε το 100% της αγοράς της χερσονήσου πλην της Ν. Φώκαιας ή πάνω από 75% αν συμπεριληφθεί και η Ν. Φώκαια.
Απόφαση 12 χρόνια μετά
Η κοινοπραξία των 7 ιδιοκτητών «Κασσάνδρα» δημιουργήθηκε την 1η Ιουλίου 2001. Η πρώτη καταγγελία ωστόσο για το καρτέλ που είχε συσταθεί, έφτασε από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση της Χαλκιδικής στην ΕΠΑΝΤ στις 7 Ιουνίου 2002. Τέσσερα χρόνια αργότερα (7/8/2006) υπήρξε νέα καταγγελία για τις πρακτικές της κοινοπραξίας «Κασσάνδρα», ενός διαχειριστή παραθεριστικών κατοικιών της περιοχής Φούρκας.
Εν τέλει το 2007 οι υπηρεσίες της ΕΠΑΝΤ συντάσσουν μια εισήγηση (7113/2007) η οποία συζητήθηκε στο Προεδρείο της Επιτροπής δύο χρόνια αργότερα (8/5/2009). Στην εισήγηση «διαπιστώνονταν ότι με τα έως τότε διαθέσιμα στοιχεία δεν προέκυπτε παράβαση». Ωστόσο ο τότε πρόεδρος της ΕΠΑΝΤ, ανέπεμψε την υπόθεση στη Γενική Διεύθυνση προκειμένου να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπηρεσίες της ΕΠΑΝΤ δεν είδαν την εναρμονισμένη πρακτική, παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν αποτυπωμένη στο καταστατικό σύστασης της κοινοπραξίας. Το άρθρο 34 της πράξης σύστασης της κοινοπραξίας (1.7.2001) αναφέρει ότι τα «μέλη δεσμεύονται δια του παρόντος να συντάξουν τιμοκατάλογο για κάθε προορισμό ο οποίος μερίμνη τους θα γνωστοποιηθεί στους πελάτες». Επίσης το άρθρο 36 του ίδιου καταστατικού, προβλέπει απαγόρευση χρέωσης μικρότερης τιμής από την συμφωνηθείσα στον τιμοκατάλογο και ότι, τυχόν μη τήρηση της προαναφερόμενης απαγόρευσης επισύρει κυρώσεις στα λοιπά μέλη της συμφωνίας.
Ακόμη υπήρχε ομολογία της ίδιας της κοινοπραξίας προς την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση της Χαλκιδικής. Σε επιστολή της προς την ΝΑ της Χαλκιδικής, η κοινοπραξία ανέφερε ότι η σύνταξη του τιμοκαταλόγου και της εφαρμογής του στην πράξη έγινε με συνέπεια «την σταθερότητα των τιμών όλων των βυτίων της κοινοπραξίας στην περιοχή της Κασσάνδρας και με αύξηση από χρόνο σε χρόνο πολύ μικρή προς όφελος των πελατών και προς αποκλεισμό των ανταγωνιστών μας». Με άλλα λόγια, οι 7 ιδιοκτήτες βυτίων είχαν δημιουργήσει ένα καρτέλ και δεν το έκρυβαν.
Και βεβαίως οι μικρές αυξήσεις τιμών, «από χρόνο σε χρόνο» που αναφέρονταν στην επιστολή, σύμφωνα με την απόφαση της ΕΠΑΝΤ ήταν από 35% έως 120% (ανάλογα τον οικισμό) μόνον μέσα στην περίοδο 2000-2002. Και από το 2002 έως το 2010 οι τιμές αυξήθηκαν επιπλέον 45% έως 145%.
Παρ' όλα αυτά, η ΕΠΑΝΤ χρειάστηκε 12 χρόνια μετά την πρώτη καταγγελία για να διαπιστώσει την εναρμονισμένη πρακτική. Τα πρόστιμα που επέβαλε στην συνεδρίαση της 22ας Ιουλίου 2014 πρέπει να ανέρχονται σε πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Η εμπιστευτική έκδοση της απόφασης δεν αποτυπώνει το ύψος των κυρώσεων. Εκτιμάται ωστόσο ότι πλέον δεν θα υφίσταται το ιδιότυπο αυτό καρτέλ.
Αρωγός η πολιτεία
Αξίζει να σημειωθεί ότι εμμέσως πλην σαφώς η πολιτεία στήριζε το καρτέλ τουλάχιστον μέχρι το 2010, όπου ψηφίσθηκε ο (μνημονιακός) νόμος 3887/2010 με τον οποίο ξεκινούσε η απελευθέρωση των εμπορευματικών οδικών μεταφορών. «Για σημαντικό μέρος της εξεταζόμενης περιόδου, η έκδοση νέων αδειών βυτιοφόρων Δημόσιας Χρήσης εκκενώσεως βόθρων προσέκρουε στην νομοθεσία», αναφέρει η απόφαση της ΕΠΑΝΤ. Υπουργική απόφαση του 1992 σχεδόν απαγόρευε την έκδοση νέων αδειών ΦΔΧ αυτοκινήτων βυτιοφόρων μεταφορά λυμάτων και ταυτόχρονα την απαγόρευση μετατροπής άλλων ΦΔΧ στην κατηγορία των βυτιοφόρων αυτοκινήτων εκκενώσεως βόθρων.
«Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές ότι μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή ο ν. 3887/2010, στο Νομό Χαλκιδικής, δεν επιτρέπονταν η χορήγηση νέων αδειών βυτιοφόρων Δημόσιας Χρήσης εκκενώσεως βόθρων», αναφέρει η απόφαση της ΕΠΑΝΤ.
Έτσι όσοι ήθελαν στην Κασσάνδρα να εκκενώσουν τους βόθρους των, χάρις στην νομοθεσία και το καρτέλ που είχαν συστήσει οι επτά «αχόρταγοι», πλήρωναν δύο και τρεις φορές παραπάνω.