Η Hindenburg Research και ο κινητήριος μοχλός της, ο Νέιτ Άντερσον, ειδικεύονται στον εντοπισμό επιχειρήσεων που είτε είναι πολύ ακριβές είτε (αυτή είναι η συνηθέστερη περίπτωση) κρατούν τις μετοχές τους σε πολύ υψηλά επίπεδα με δόλιους τρόπους.
Από το 2016 που έχει ξεκινήσει την δημόσια δραστηριότητά της, η Hindenburg έχει εντοπίσει δεκάδες επιχειρήσεις για τις οποίες εξέδωσε πολυσέλιδες αναλύσεις κατηγορώντας, ανάμεσα σε άλλα, για σοβαρές λογιστικές ατασθαλίες, για την παράνομη ή παράτυπη συμπεριφορά υψηλόβαθμων αξιωματούχων τους, για κρυφές συναλλαγές με τρίτα πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) που συνδέονται με την διοίκηση, για ανήθικες ή παράνομες εταιρικές πρακτικές, για σοβαρά προβλήματα που αποφεύγει να ανακοινώσει η διοίκηση και άλλα πολλά. Ευρύτερα γνωστή έγινε το φθινόπωρο του 2020 όταν επιτέθηκε στην εταιρεία Nikola (NKLA NASDAQ) και στον ιδρυτή και βασικό της μέτοχο Τρέβορ Μίλτον, λίγο πριν την οριστικοποίηση μίας μεγάλης συμφωνίας της Nikola με την General Motors.
Η Hindenburg ισχυρίστηκε πως το πρωτοποριακό φορτηγό που είχε παρουσιάσει η εταιρεία προς τους επενδυτές στην πραγματικότητα δεν υπήρχε και το βίντεο που έδειχνε το φορτηγό εν κινήσει ήταν μία καλοστημένη απάτη. Η Hindenburg δικαιώθηκε απόλυτα, καθώς η μετοχή της Nikola κατέρρευσε, η συμφωνία με την General Motors ναυάγησε και ο Μίλτον καταδικάστηκε, πριν μερικούς μήνες, για απάτη από τα αμερικανικά δικαστήρια.
Η χρηματιστηριακή αξία της Nikola όταν δέχθηκε την επίθεση από την Hindenburg ήταν κάπου κοντά στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν δεν κάνουμε λάθος, καμία από τις υπόλοιπες εταιρείες που δέχθηκαν την επίθεσή της Hindenburg δεν είχε τόσο μεγάλη αξία, ενώ οι μετοχές όλων αυτών διαπραγματεύονταν σε κάποιο αμερικανικό χρηματιστήριο.
Ο νέος της στόχος είναι εντελώς διαφορετικός από όλους τους προηγούμενους: ο μεγαλύτερος επιχειρηματικός όμιλος της Ινδίας με εκτιμώμενη χρηματιστηριακή αξία άνω των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ένα πλήθος θυγατρικών εταιρειών καμία εκ των οποίων δεν έχει μετοχές της να διαπραγματεύονται σε αμερικανικό χρηματιστήριο.
Ο Γκαουτάμ Αντάνι, ο δημιουργός και βασικός μέτοχος του ομίλου θεωρείται πως είναι, με βάση την αξία των μεριδίων τους στις εταιρείες του ομίλου, ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, με εκτιμώμενη αξία περιουσίας πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο Αντάνι ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα ως έμπορος διαμαντιών στην πόλη του Μουμπάι (πρώην Βομβάη) την δεκαετία του 1980 και τώρα διοικεί μία αυτοκρατορία που περιλαμβάνει συμμετοχές σε λιμάνια, αεροδρόμια, τσιμεντοβιομηχανίες, μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακίνητα, ανθρακωρυχεία, εργοστάσια παραγωγής ρεύματος και άλλα πολλά. Θεωρείται στενά συνδεδεμένος με τον πρωθυπουργό της χώρας Ναρέντρα Μόντι και κατά πολλούς έχει ευνοηθεί πάρα πολύ από τις αποφάσεις της κυβέρνησής του.
Η έρευνα της Hindenburg Research για τον όμιλο Αντάνι είναι εκτενής (περίπου 100 σελίδες) και διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, όπως μαθαίνουμε από την ιστοσελίδα της. Ο τίτλος της είναι σχεδιασμένος για να τραβήξει την προσοχή και πρέπει να ομολογήσουμε πως το πετυχαίνει. Τα κεφάλια γυρίζουν αμέσως όταν ακούν για την μεγαλύτερη επιχειρηματική απάτη της ιστορίας.
Η Hindenburg υποστηρίζει πως ο όμιλος και οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτόν δεν είναι τόσο ισχυροί όσο θέλουν να δείχνουν και η τιμή των μετοχών του ομίλου και των θυγατρικών είναι πάρα πολύ υψηλή για τα οικονομικά τους δεδομένα. Υποστηρίζει πως το επίπεδο δανεισμού τους είναι πολύ μεγάλο και ισχυρίζεται πως η εικόνα που δίνεται προς τα έξω είναι πολύ προσεκτικά κατασκευασμένη έτσι ώστε να κρύβει την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με την Hindenburg, ο όμιλος χρησιμοποιεί ένα εκτενές δίκτυο εξωχώριων (offshore) εταιρειών σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους, πράγμα που διευκολύνει την απόκρυψη όλων των κόκκινων σημαιών για τους επενδυτές.
Στον «καλλωπισμό» των οικονομικών στοιχείων του ομίλου και στην υψηλή τιμή των μετοχών των εταιρειών του βοηθά και το γεγονός πως η μεγάλη πλειοψηφία των μετοχών των εταιρειών του ομίλου βρίσκεται στα χέρια προσώπων που είτε ανήκουν στην οικογένεια Αντάνι είτε έχουν άμεση σχέση με αυτήν. Η έλλειψη ουσιαστικής συμμετοχής των θεσμικών επενδυτών συνεπάγεται και την ελάχιστη ενασχόληση των διεθνών ελεγκτικών οίκων με τις εταιρείες του Αντάνι.
Η Hindenburg δεν είναι η μόνη που εκφράζει τους προβληματισμούς της για τον όμιλο αλλά είναι η μόνη που έχει εκτοξεύσει τέτοιες κατηγορίες. Αναλυτές του Reuters, με βάση τα στοιχεία της Refinitiv, εκτιμούν πως οι αποτιμήσεις των εταιρειών του Αντάνι στο ινδικό χρηματιστήριο είναι από απαιτητικές έως σχεδόν εξωφρενικές, ενώ το ίδιο πρακτορείο υπενθυμίζει πως το 2022 η διοίκηση του ομίλου είχε μία διαμάχη με τον ελεγκτικό οίκο Fitch όταν μία θυγατρική του, η CreditSights, χαρακτήρισε τον όμιλο «βαθιά υπερδανεισμένο».
Η χρονική στιγμή που διάλεξε η Hindenburg έφερε σε δύσκολη θέση τον όμιλο και αυτό εξηγεί την οργισμένη του αντίδραση και την κατηγορηματική διάψευση των ισχυρισμών της αμερικανικής εταιρείας. Αυτές τις μέρες βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η διαδικασία πώλησης νέων μετοχών της βασικής εταιρείας του ομίλου, της Adani Enterprises, στο ευρύ επενδυτικό κοινό και σε θεσμικούς επενδυτές.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg πριν την επίθεση της Hindenburg, είχε ήδη εκδηλωθεί μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον, πράγμα που οφείλεται και στην εξαιρετική απόδοση της μετοχής (+ 95%) μέσα στο 2022. Τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια που προβλέπεται να εισπράξει ο όμιλος από την πώληση των μετοχών θα χρησιμοποιηθούν για επενδυτικούς σκοπούς αλλά και για την μείωση του δανεισμού.
Το ενδιαφέρον είναι πως οι μετοχές θα πουληθούν στους θεσμικούς επενδυτές με έκπτωση 10% από την τωρινή τιμή της μετοχής στο χρηματιστήριο ενώ η έκπτωση θα είναι ακόμα μεγαλύτερη για τους λιανικούς επενδυτές οι οποίοι μάλιστα θα μπορούν να τις αγοράσουν σε δόσεις!
Σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, ο Γκαουτάμ Αντάνι θέλει οπωσδήποτε να διευρύνει την μετοχική βάση των εταιρειών του για να μπορέσει να αποκτήσει μεγαλύτερη αξιοπιστία στην διεθνή και την Ινδική επενδυτική κοινότητα. Μάλλον γνωρίζει πολύ καλά πως ο στενός οικογενειακός έλεγχος αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα στην προσέλκυση νέων επενδυτών, τους οποίους προφανώς έχει ανάγκη για να μειώσει τον δανεισμό του ομίλου.
Η Hindenburg παραδέχεται πως έχει πάρει short θέσεις απέναντι στις μετοχές και τα ομόλογα του ομίλου και των εταιρειών του. Αυτό σημαίνει πως αν οι αγορές τον πιστέψουν ή, ακόμα καλύτερα, αν αποδειχθεί πως ο όμιλος Αντάνι είναι όντως απάτη, η εταιρεία και ο ιδρυτής της Νέιτ Άντερσον, θα κερδίσουν πολλά χρήματα.
Διαβάζοντας τις ειδήσεις και τα σχόλια στον διεθνή Τύπο και ρίχνοντας μία σχετικά γρήγορη ματιά στην έκθεση της Hindenburg, καταλαβαίνουμε πως ο όμιλος Αντάνι αποτελεί αυτή την στιγμή ένα είδος μαύρου κουτιού, καθώς είναι πρακτικά αδύνατον για τους περισσότερους επενδυτές, ακόμα και μεγάλους θεσμικούς, να αντιληφθούν ποια είναι η πραγματική κατάσταση του ομίλου. Πρέπει επίσης να ομολογήσουμε πως ορισμένα πράγματα που αναφέρονται στην έκθεση προκαλούν εύλογη ανησυχία και προβληματισμό.
Δεδομένου του τεραστίου μεγέθους του και των πολύ στενών δεσμών του με την κυβέρνηση Μόντι υποθέτουμε πως οι αρχές της χώρας δεν πρόκειται να πιέσουν πολύ τον Γκαουτάμ Αντάνι. Από τις κινήσεις του όμως αντιλαμβανόμαστε πως τον απασχολούν ο αδιαμφισβήτητα υψηλός δανεισμός του ομίλου του και η πρακτική ανυπαρξία θεσμικών επενδυτών στο μετοχολόγιο των εταιρειών του.
Υποθέτουμε πως ακόμα και αν η Hindenburg έχει δίκιο σε όλα όσα λέει θα είναι πολύ δύσκολο να καταρρεύσει αυτός ο όμιλος, ακριβώς λόγω του μεγέθους του και της σημασίας του για την ινδική οικονομία. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα παραμείνει στα χέρια του ιδρυτή του – ειδικά στην περίπτωση που ο Ναρέντρα Μόντι πάψει να είναι πρωθυπουργός – ή πως αυτός θα παραμείνει για καιρό ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ασίας.