Η «επιστροφή» της Παπουτσάνης στην Ελλάδα της αποβιομηχάνησης

Η «επιστροφή» της Παπουτσάνης στην Ελλάδα της αποβιομηχάνησης

Του Απόστολου Σκουμπούρη

Σε μια χώρα που έχει υποστεί ιστορικών διαστάσεων αποβιομηχάνιση με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τις επιπτώσεις στις ευρύτερες τοπικές κοινωνίες σε ανεργία, ερήμωση και φυγή νέων - και μεγαλύτερων – ανθρώπων στο εξωτερικό, είναι πολύ θετικό ότι μια μεγάλη και ιστορική βιομηχανία που «πατά» σε τρεις αιώνες, συνεχίζει να αναπτύσσεται με εξαιρετικούς ρυθμούς.

Ο λόγος για την εταιρεία Παπουτσάνης, η «επιστροφή» της οποίας είναι αξιοσημείωτη, καθώς, μια πρώην πτωχευμένη εταιρεία κατάφερε και «γύρισε» μέσα στη... φωτιά της κρίσης, αξιοποιεί τις εγκαταστάσεις που υπάρχουν στη Ριτσώνα Ευβοίας, ενώ δίνει (άμεσα) εργασία σε πάνω από 100 άτομα, πέραν των ευρύτερων ωφελειών.

«Πατώντας» στην ανάπτυξη του τουρισμού και στο νέο project που δημιούργησε τα τελευταία χρόνια με τα ξενοδοχειακά προϊόντα προσωπικής περιποίησης σε συνεργασία με την Κορρές, έδωσε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα το 2019, ενώ σ’ αυτό συνέβαλε και η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών.

Μέσα στην κρίση, από το 2010 έως το 2019 η εταιρεία τριπλασίασε σχεδόν τον κύκλο εργασιών της καθώς από τα 12,9 εκατ. ευρώ το 2010 έφτασε στα 30,6 εκατ. ευρώ το 2019, στην καλύτερη χρήση της εταιρείας εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Επίσης, την τελευταία 4ετία, με ώθηση από τα προϊόντα των ξενοδοχείων και την παρουσίαση νέων σημάτων, μπόρεσε και πέτυχε διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης και μάλιστα άνω του 15% κάθε έτος.

Θυμίζουμε πως η εταιρεία Παπουτσάνης ιδρύθηκε πριν από 150 χρόνια, το 1870 στο Πλωμάρι της Λέσβου από τον Δημήτρη Παπουτσάνη, ενώ στις δεκαετίες ’90 και 2000 πέρασε δια πυρός και σιδήρου φτάνοντας μια ανάσα από τη χρεοκοπία, εν μέσω αποτυχημένων επιλογών στο management.

Αύξηση 26% στον κύκλο εργασιών το ’19

Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας το 2019 έφτασε στα 30,6 εκατ. ευρώ, έναντι 24,2 ευρώ το 2018 και 20,8 εκατ. ευρώ το 2017! Στην ανοδική πορεία συνέβαλλε η ενίσχυση συνεργασιών στον τομέα παραγωγής προϊόντων τρίτων και τον ξενοδοχειακό κλάδο σε Ελλάδα και εξωτερικό αλλά και στην ανάπτυξη των πωλήσεων σαπωνόμαζας στο εξωτερικό.

Οι εξαγωγές ανήλθαν σε 15 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 50% έναντι του 2018, αντιπροσωπεύοντας πλέον το 49% του συνολικού κύκλου εργασιών της εταιρείας, έναντι 41% που ήταν το ’18, κάτι που δείχνει την πορεία ανάπτυξης.

Η ανάπτυξη του κύκλου εργασιών της Παπουτσάνης οφείλεται σε νέες συνεργασίες και διεύρυνση υφισταμένων στον τομέα παραγωγής προϊόντων για τρίτους και σε συνεργασίες στον κλάδο των ξενοδοχειακών προϊόντων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Θετική επίδραση στην αύξηση του κύκλου εργασιών της εταιρείας είχε και η περαιτέρω ανάπτυξη των πωλήσεων σαπωνόμαζας σε αγορές του εξωτερικού.

Το 18% του συνολικού κύκλου εργασιών προέρχεται από πωλήσεις επωνύμων προϊόντων της Παπουτσάνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 30% από πωλήσεις προς τη ξενοδοχειακή αγορά, το 38% από παραγωγές προϊόντων για τρίτους και το 14% από βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών.

Νέα προϊόντα και έμφαση στις εξαγωγές

H Παπουτσάνης είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σαπουνιών και υγρών καλλυντικών στην Ευρώπη, κατέχει ηγετική θέση στην κατηγορία σαπουνιού σε μπάρες, ενώ αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή ξενοδοχειακών προϊόντων προσωπικής περιποίησης στην Ελλάδα.

Παράλληλα, ήδη έχει δρομολογήσει και λανσάρει κάποια δικά της brands σε ελληνικά super markets με σαμπουάν, αφρόλουτρα, υγρά σαπούνια κ.λπ. Η βιομηχανία επενδύει στρατηγικά στην προώθηση των εξαγωγών της και αυτός είναι ο λόγος που καταγράφουν τέτοιους καλούς ρυθμούς αύξησης τα τελευταία χρόνια.

Συνολικά, παράγει πάνω από 150.000.000 τεμάχια ετοίμου προϊόντος ετησίως και πραγματοποιεί εξαγωγές σε περισσότερες από 25 χώρες, σε Ευρώπη, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία ενώ υπάρχει στόχευση για άνοιγμα σε αγορές Ασίας και ειδικά οι χώρες της Κίνας και της Νότιας Κορέας.

Τα ξενοδοχειακά προϊόντα της Παπουτσάνης (Olivia, Skin Essentials, Karavaki) και τα ξενοδοχειακά προϊόντα Κορρέ - σε συνεργασία με την ομώνυμη εταιρεία- διανέμονται στις μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες και τουριστικές μονάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Θυμίζουμε πως εδώ και ενάμιση χρόνο, από το Μάιο του 2018 υπάρχει στρατηγική συνεργασία με την αμερικανική Windmill Health Products, για τη διάθεση της σειράς προϊόντων περιποίησης προσώπου, σώματος και μαλλιών OLIVIA στην Αμερική.

Η πορεία στο Χρηματιστήριο

Δεν είναι τυχαίο ότι και στο χρηματιστήριο η μετοχή της Παπουτσάνης «επιβεβαιώνει» την επιστροφή της εταιρείας, έχοντας άνοδο άνω του 30% το 2017, το 2018 έκανε ράλι κοντά στο 200%, ενώ το 2019 ενισχύθηκε σε ποσοστό 71,3%. Πλέον η μετοχή διαπραγματεύεται στα 1,66 ευρώ με κεφαλαιοποίηση άνω των 41 εκατ. ευρώ.

Η κάλυψη από τη Beta Χρηματιστηριακή

Τον περασμένο Νοέμβριο η Beta Χρηματιστηριακή ξεκίνησε κάλυψη της μετοχής, βρίσκοντας ελκυστικό το επενδυτικό και αναπτυξιακό της story, συντάσσοντας έκθεση με τίτλο «Growth not yet priced in…». Εκεί, οι αναλυτές διατύπωσαν σύσταση overweight με τιμή στόχο στα 2,17 ευρώ, δίνοντας περιθώριο ανόδου κοντά στο 40% συγκριτικά με τα τωρινά επίπεδα. Οι αναλυτές τόνιζαν ότι η αποτίμηση δεν ενσωματώνει τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης της εταιρείας, αναμένοντας καθαρά κέρδη 1,59 εκατ. ευρώ το 2019 και 2,70 εκατ. ευρώ για το 2020 ενώ για το 2021 οι αναλυτές αναμένουν καθαρό αποτέλεσμα 3,55 εκατ. ευρώ.

Η 150χρονη ιστορία

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1870 στο Πλωμάρι της Λέσβου από τον Δημήτρη Παπουτσάνη, ο οποίος με πρώτη ύλη τα φυτικά έλαια ίδρυσε τη φερώνυμη σαπωνοποιία, καθώς αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα την ανάγκη της σαπωνοβιομηχανίας.

Το 1899 οι τρεις γιοί του ίδρυσαν την πρώτη εταιρεία Παπουτσάνης, ενώ το 1913 οι εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στον Πειραιά.

Από το 1917 έως το 1936 που ξεκίνησε η αρωματική σαπωνοποιία, το εργοστάσιο Παπουτσάνη του Πειραιά παρήγε πράσινο σαπούνι μπουγάδας και κύβους σαπουνιού Μασσαλίας. Το διώροφο αυτό εργοστάσιο λειτούργησε έως το χειμώνα του ''44, οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο βομβαρδισμό του Πειραιά.

Ένα χρόνο μετά το βομβαρδισμό φτιάχτηκε νέο εργοστάσιο, ενώ το 1967 η μονάδα μεταφέρθηκε στην Κάτω Κηφισιά, όπου χτίστηκαν καινούριες εγκαταστάσεις.

Η εταιρεία εισήχθη στο ελληνικό χρηματιστήριο στις 16 Αυγούστου του 1972, ενώ στις αρχές του 1990 η οικογένεια Παπουτσάνη μεταβίβασε τις μετοχές στον όμιλο Δαυίδ. Το 2001 δημιουργήθηκε το σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων προσωπικής φροντίδας στη Ριτσώνα Ευβοίας, σε οικόπεδο 60.000τμ.,. αποτελώντας τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής σαπουνιού στα Βαλκάνια και μια από τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικά σε όλη την Ευρώπη.