Η επενδυτική στρατηγική του 2022 - Oι ευκαιρίες και οι παγίδες

Η επενδυτική στρατηγική του 2022 - Oι ευκαιρίες και οι παγίδες

Τα τελευταία δέκα χρόνια οι εντυπωσιακές αποδόσεις ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση για τους ενασχολούμενους με τον κόσμο των αγορών. Βλέπετε, η τρέχουσα bull market είχε ελάχιστες σύντομες, αν και εξαιρετικά βίαιες πτώσεις, οι οποίες πάντα έδιναν τη σκυτάλη σε ισχυρές ανακάμψεις των αγορών μετοχών «υπό την αιγίδα» των ωκεανών ρευστότητας από τις Κεντρικές Τράπεζες, που μεταξύ άλλων ενθάρρυναν όλα αυτά τα χρόνια την ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου, εθίζοντας τους επενδυτές στις παρεμβάσεις τους κάθε φορά που οι αγορές έπεφταν.

Αν θέλαμε να περιγράψουμε τα χρηματιστηριακά δρώμενα της τελευταίας δεκαετίας σε μια παράγραφο θα μπορούσαμε να γράψουμε το εξής: Οι Kεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια σχεδόν στο μηδέν, το «εύκολο» χρήμα εισέρρευσε σε μετοχές, ομόλογα και άλλους τίτλους εκτοξεύοντας τις αγορές σε ένα επίπεδο τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ και το παγκόσμιο χρέος σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Η παθητική επενδυτική είχε όλα αυτά τα χρόνια την τιμητική της όπως και οι πιο ευφάνταστες επιλογές ρίσκου της τεράστιας στρατιάς των μικροεπενδυτών που χάρη στην επιδοματική πολιτική των κυβερνήσεων προκειμένου να στηρίξουν τα νοικοκυριά από τις συνέπειες της πανδημίας, εισήλθε επιθετικά τους τελευταίους 20 μήνες στον μαγικό κόσμο του χρηματιστηρίου.

Το 2022 όμως θα είναι διαφορετικό από τις προηγούμενες χρηματιστηριακές χρονιές για έναν απλό λόγο: Το αφήγημα της αέναης ρευστότητας φαίνεται ότι αλλάζει, κάτι που εκ των πραγμάτων θα φέρει δραστικές αλλαγές στις ισορροπίες των αγορών.

Βλέπετε, όταν οι αγορές είναι ήρεμες, οι συνθήκες του trading είναι εύκολη υπόθεση. Φέτος, χάρη στην απόφαση των Κεντρικών Τραπεζών για το σταδιακό «συμμάζεμα» της τεράστιας ρευστότητας, έχουμε πολλές πιθανότητες αυτή η ηρεμία ενίοτε να «σπάει».

Ας μην ξεχνάμε ότι τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες το συνολικό χρέος υπερτριπλασιάστηκε ως προς το παγκόσμιο ΑΕΠ. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών το παγκόσμιο χρέος προς ΑΕΠ βρίσκεται πέριξ του 350%. Καθώς όμως οι χρηματαγορές και τα συνολικά χρέη αυξάνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ, εκ των πραγμάτων γίνονται όλο και πιο εύθραυστα.

Τις περιόδους λοιπόν που οι αγορές θα προσαρμόζονται σε κάθε νέο «ξεφούσκωμα», είτε μέσω της μείωσης των αγορών στοιχείων ενεργητικού, είτε μέσω της αύξησης των επιτοκίων, είτε μέσω και των δύο, πολύ πιθανόν να έχουμε καθοδικές εκφάνσεις, με τους risk managers ή τα αυτόματα αλγοριθμικά συστήματα να μειώνουν θέσεις σε πολλά επενδυτικά funds.

Τόσο το αυξανόμενο κύμα της παθητικής επενδυτικής όσο και η μεγάλη συμμετοχή του retail ειδικά στο αμερικανικό χρηματιστήριο και μάλιστα σε συγκεκριμένους τίτλους, θα επιδεινώσει σοβαρά τη νευρικότητα της αγοράς, μόλις οι επενδυτές συνειδητοποιήσουν ότι οι Κεντρικές Τράπεζες λόγω των πληθωριστικών πιέσεων δεν είναι διατεθειμένες να παρεμβαίνουν όπως παλιά στις «βουτιές» της αγοράς.

Η συνειδητοποίηση αυτή όμως στην ουσία θα τραυματίσει τη νοοτροπία «buy-the-dip» που έχει χαρίσει τεράστια κέρδη τα τελευταία χρόνια.

Κάπως έτσι θα αρχίσει ένα νέο αφήγημα για τις αγορές, όχι απαραίτητα λιγότερο λαμπερό από εκείνο των προηγούμενων ετών, αλλά σίγουρα πιο δύσκολο, καθώς κατά έναν τρόπο θα απευθύνεται στους «διαβασμένους» πλέον επενδυτές, που θα μπορούν να ξεχωρίσουν τις «ποιοτικές» τοποθετήσεις και να αξιοποιήσουν τα pullbacks προκειμένου να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας σε χαμηλές τιμές.

Εν αρχή είναι η δεξαμενή ρευστότητας

Οι Κεντρικές τράπεζες πιθανότατα θα ενδώσουν στις πληθωριστικές πιέσεις, υιοθετώντας μια πιο επιθετική προσέγγιση για το ύψος των επιτοκίων. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα βίαια sell off, καθώς οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν φροντίσει ήδη από τα τέλη του 2021 να μας προετοιμάσουν για την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής.

Οι αγορές λοιπόν περιμένουν αυτή την αλλαγή και κατά την άποψη μας θα την υποδεχθούν μάλλον με ένα ήπιο πλαγιοκαθοδικό κανάλι –κατά πάσα πιθανότητα το πρώτο εξάμηνο-παρά με πτωτικές τυμπανοκρουσίες. Το δεύτερο δε εξάμηνο πιθανότατα να επιστρέψουν οι ταύροι, αν και με μικρότερη ορμή.

Βλέπετε, την ίδια στιγμή που οι τράπεζες ξεκινούν να «μαζεύουν» τη ρευστότητα, το Κογκρέσο στις ΗΠΑ συζητά τη δρομολόγηση κονδυλίων ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα δέκα χρόνια και το EU Recovery Fund στην Ευρώπη θα συνεχίσει να προσφέρει σημαντική δημοσιονομική στήριξη για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας.

Επίσης στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, η περιουσία των νοικοκυριών βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, η αγορά εργασίας και τα εταιρικά κέρδη είναι επίσης ισχυρά, τροφοδοτώντας τις επενδύσεις και τις δαπάνες του αύριο.

Όλα αυτά μεταφράζονται στο συμπέρασμα ότι θα δοθούν αποδόσεις και φέτος. Απλά οι αποδόσεις αυτές θα απαιτήσουν περισσότερη «δουλειά» και γνώση απ’ ότι εκείνες των προηγούμενων ετών.

Παρατηρήστε άλλωστε τη διάμεσο των εκτιμήσεων των αναλυτών όσον αφορά την απόδοση της μητέρας των αγορών για το 2022. Ο S&P500 αναμένεται να κλείσει το 2022 με μια απόδοση πέριξ του 7%-8%.

Για να μπορέσει όμως ένας επενδυτής να εκμεταλλευτεί μια πλαγιοκαθοδική αγορά, θα πρέπει να διαθέτει επαρκή ρευστότητα στις καθοδικές της εκφάνσεις και να είναι αρκετά συνετός με την κατοχύρωση κερδών στις ανοδικές.

Το 2022 λοιπόν θα είναι μια χρονιά κινητικότητας και επιστροφής στην ποιότητα, κάτι που συνεπάγεται τη μελέτη των ισολογισμών, των business plan και των διοικητικών ομάδων, προκειμένου να ξεχωρίσει κανείς την ήρα από το σιτάρι.

Ομόλογα

Ο πληθωρισμός μπορεί να μας έχει χτυπήσει ήδη την πόρτα, όμως στις αγορές ομολόγων έχουμε το εξής φαινόμενο: τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ελάχιστα έχουν αλλάξει τους τελευταίους μήνες. Ενώ οι Κεντρικές τράπεζες αγοράζουν ομόλογα όλων των λήξεων, αυξάνονται κυρίως τα επιτόκια μόνο για τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα.

Φυσικά ένας λόγος είναι οι μαζικές αγορές τίτλων από τις Κεντρικές Τράπεζες, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσαν οι αγορές των ομολόγων να έχουν αντιδράσει περισσότερο στις ανακοινώσεις των Κεντρικών Τραπεζών όσον αφορά τα σχέδιά τους να περιορίσουν τις αγορές ενεργητικού.

Άλλοι εξηγούν το φαινόμενο μέσα από την πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός είναι προσωρινός. Πιστεύουμε όμως ότι δύσκολα θα επαληθευτεί αυτή η άποψη. Ο ονομαστικός πληθωρισμός και ο δομικός πληθωρισμός –εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές τροφίμων και ενέργειας- έχουν εκτιναχθεί παγκοσμίως , ενώ οι μισθοί δέχονται μακροπρόθεσμη ανοδική πίεση, τη στιγμή που η αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει το ζητούμενο.

Η στήλη συντάσσεται με αυτούς που αποδίδουν την εικόνα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων στο γεγονός ότι η αγορά ομολόγων διαισθάνεται μια μεγάλη αλήθεια. Η παγκόσμια οικονομία είναι βυθισμένη στο χρέος και ως εκ τούτου είναι τόσο ευάλωτη στις αυξήσεις επιτοκίων, που εκ των πραγμάτων η αύξησή τους θα πρέπει να είναι πεπερασμένη.

Εν ολίγοις, η αγορά ομολόγων εκτιμά ότι ναι μεν μπαίνουμε σε μια φάση αύξησης επιτοκίων, θα υπάρχει όμως ένα σαφές ταβάνι σε αυτή την αύξηση ώστε να παραμείνει το παγκόσμιο χρέος διαχειρίσιμο.

Οι παγκόσμιες αγορές ομολόγων θα προσπαθήσουν λοιπόν φέτος να τιμολογήσουν την εξής συνθήκη: O υψηλότερος πληθωρισμός και η ανάπτυξη θα αναγκάσουν τις Κεντρικές Τράπεζες να αυξήσουν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Η άνοδος των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων θα οδηγήσει τις παγκόσμιες αγορές κρατικών ομολόγων σε χειρότερες αποδόσεις όμως δεδομένου ότι οι οικονομίες είναι υπερβολικά χρεωμένες, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορούν να κινηθούν δραματικά υψηλότερα.

Αυτό δε σημαίνει όμως ότι οι επενδυτές δεν θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. Ακόμα και μια αρκετά ήπια σύσφιξη μπορεί να δημιουργήσει οικονομικά προβλήματα σε πολλές χώρες.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, το παγκόσμιο χρέος -κυβερνήσεων, επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα και νοικοκυριών-αυξήθηκε πέρυσι κατά 27 τρισ. –ήτοι 14%- στα 226 τρισ. δολάρια. Τόσο το επίπεδο αυτό του χρέους όσο και η αύξησή του είναι πρωτοφανή και εγκυμονούν σημαντικούς κίνδυνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τα δημόσια οικονομικά.

Το ΔΝΤ επισημαίνει επίσης ότι το καλπάζον χρέος του ιδιωτικού τομέα μπορεί να μετασχηματιστεί σε δημόσιο χρέος.

Το τελευταίο αγγίζει σήμερα τα 88 τρισ. δολάρια και αντιστοιχεί σχεδόν στο 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το Ταμείο αναμένει σταθεροποίησή του το 2022 κοντά στο 97% του ΑΕΠ, ενώ εκτιμά ότι η επιστροφή του χρέους στα προ πανδημίας επίπεδα θα απαιτούσε την επίτευξη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων από τα προ πανδημίας, για περισσότερο από μία δεκαετία.

Αυτός ο στόχος όμως είναι δύσκολος όχι μόνο λόγω της υγειονομικής κρίσης, αλλά και εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, των αναπτυξιακών αναγκών και της ασθενούς αύξησης των δημόσιων εσόδων.

Επιπλέον, ο κατάλληλος χρόνος για τη δημοσιονομική προσαρμογή και τη μείωση των ελλειμμάτων είναι μοναδικός για κάθε χώρα, όπως ακριβώς διαφορετικές είναι οι συνθήκες μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Στις πρώτες, η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθεί να στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, καθώς παράλληλα με τις έκτακτες ανάγκες για την πανδημία κινείται στους ρυθμούς της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.

Αντίθετα, στις αναδυόμενες αγορές οι προοπτικές είναι λίγο πιο δύσκολες, και το γεγονός ότι ακόμα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους παραμένει ανεμβολίαστο περιπλέκει τα πράγματα.

Προσθέστε τώρα ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού θα επιβαρύνει την εξυπηρέτηση του χρέους στον αναδυόμενο κόσμο, πόσο μάλλον για εκείνες τις χώρες που έχουν ένα μεγάλο μέρος του χρέους τους εκφρασμένο σε δολάρια, κάτι που η στήλη αναμένει να τις ταλαιπωρήσει ειδικά κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022.

Συνοψίζοντας, καθώς θα μειώνονται από τις Κεντρικές Τράπεζες οι μηνιαίες αγορές ομολόγων, οι αποδόσεις μπορεί να αυξηθούν. Οι επενδυτές θα πρέπει να έχουν φροντίσει να διαθέτουν ρευστότητα ώστε να τιμήσουν τα ενδιαφέροντα σημεία εισόδου που θα δημιουργηθούν, παραμένοντας ειδικά κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 ιδιαίτερα επιλεκτικοί όσον αφορά την επιλογή των εκδοτών.

Μια καλή τακτική άμυνας τοποθετείται στο κοντινό άκρο της καμπύλης απόδοσης, η αναμενόμενη απόδοση των πληθωριστικών κυβερνητικών ομολόγων –TIPS- υπερτερεί προς το παρόν, ενώ τα εξασφαλισμένα δάνεια -senior loans -αποτελούν μία ελκυστική επιλογή. Αγαπημένη επίσης επιλογή για φέτος είναι τα ομόλογα που βγαίνουν κερδισμένα από το «roll-down».

Μετοχές

Την πρώτη ημέρα του 2022 την υποδεχθήκαμε με μια πρώτη προσέγγιση σε μερικούς από τους κλάδους που πιστεύουμε ότι θα πρωταγωνιστήσουν .(σ.σ: περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ).

Αν και θα επιστρέψουμε τις επόμενες ημέρες με εκτενή αφιερώματα για κάθε έναν από αυτούς τους κλάδους ξεκινώντας από εκείνον της πυρηνικής ενέργειας, διευκρινίζουμε ότι το κλειδί των αποδόσεων φέτος δεν κρύβεται μόνο στην επιλογή των κλάδων αλλά και των μετοχών, καθώς πέρα από τα μεγάλα ονόματα της πολύ υψηλής κεφαλαιοποίησης, κάποια ονόματα της μεσαίας κεφαλαιοποίησης έχουν τα φόντα να εξελιχθούν στην «επόμενη μεγάλη ευκαιρία», αρκεί να πληρούν τις προδιαγραφές της ποιότητας ισολογισμού, της λελογισμένης μόχλευσης και ενός ισχυρού business plan σε συνδυασμό με μια ικανή ομάδα υλοποίησης του.

«Η επόμενη μεγάλη ευκαιρία» κρύβεται και σε δύο πολύ σημαντικές λεπτομέρειες :

  • Η πρώτη είναι η επονομαζόμενη techlash, ήτοι η εναντίωση στους τεχνολογικούς κολοσσούς.

Οι ρυθμιστικές αρχές στην Αμερική και την Ευρώπη προσπαθούν εδώ και χρόνια-ανεπιτυχώς- να οριοθετήσουν τη δύναμη των τεχνολογικών κολοσσών, βάζοντας ένα όριο τόσο στην ανάπτυξη όσο και στα κέρδη τους.

Η Κίνα όμως φαίνεται ότι αρχίζει να «προχωρά» στο ζήτημα αυτό, καθώς είναι η πρώτη χώρα που έχει λάβει δραστικά μέτρα για τις εταιρείες στον τομέα της τεχνολογίας, ενώ ταυτόχρονα σφίγγει και ο δυτικός κλοιός όσον αφορά την φορολόγηση των κερδών των πολυεθνικών κολοσσών.

  • Η δεύτερη είναι η «εξημέρωση» των κρυπτονομισμάτων, καθώς οι ρυθμιστικές αρχές καθιστούν τους κανόνες πιο αυστηρούς και οι Κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να λανσάρουν τα δικά τους κεντρικά, ψηφιακά νομίσματα.

Το 2022 πιστεύουμε ότι θα είναι η έναρξη μιας μακράς διαδικασίας η οποία θα ξεκινήσει από μια πληθώρα κρυπτονομισμάτων, αλυσίδας συστοιχιών –τα γνωστά μας blockchain- και DeFi- ήτοι την μεταφορά των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών & προϊόντων από τα παραδοσιακά κεντροποιημένα συστήματα, στο blockchain- για να καταλήξει σε συγκεκριμένους και σαφώς λιγότερους πρωταγωνιστές.

Οι πρωταγωνιστές αυτοί εν συνεχεία θα κονταροχτυπηθούν με τις παραδοσιακές εταιρείες τεχνολογίας αλλά και τις Κεντρικές Τράπεζες. Το ποιος θα είναι ο νικητής μπορεί να κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις για μια μεγάλη μερίδα του επενδυτικού κόσμου. Τόσο δυσάρεστες που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους μαύρους κύκνους του 2022.

Όποιος μαντέψει και πάνω από όλα όποιος ποντάρει στα ονόματα που θα φιγουράρουν στον τερματισμό αυτής της διαδικασίας, θα έχει εξίσου αξιοσέβαστες αποδόσεις με εκείνες των πρωταγωνιστών της πράσινης μετάβασης, του ψηφιακού μετασχηματισμού, της κούρσας του διαστήματος και των νέων επαναστατικών φαρμάκων που θα αλλάξουν τα δεδομένα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

To ελληνικό story

Η Ελλάδα είναι μια κλασσική περίπτωση του πώς ένα μειονέκτημα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να γίνει σημαντικό πλεονέκτημα.

Η ρηχότητα του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η αγορά μας δεν ακολούθησε το ράλι των διεθνών χρηματιστηρίων. Κάτω από τον φόβο του εγκλωβισμού σε μια αγορά χαμηλών τζίρων και υποτυπώδους δυνατότητας αντιστάθμισης μέσω παραγώγων σε περίπτωση ενός διεθνούς sell off λόγω της πανδημίας, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια μικρού χρονικού ορίζοντα απέφυγαν το ελληνικό χρηματιστήριο.

Εκ των πραγμάτων λοιπόν οι πλαγιοκαθοδικές εκφάνσεις της χρονιάς ίσως δεν μας επηρεάσουν τόσο, μιας και δεν υπάρχουν σημαντικές κερδοσκοπικές θέσεις προς ρευστοποίηση.

Επιπλέον το 2022 μπαίνει με θετικές προοπτικές για την Ελλάδα καθώς η χώρα μας είναι κοντά στο να αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα και μέχρι τότε τα ελληνικά ομόλογα θα «χαίρουν» του τοίχου προστασίας που έχει υψώσει η ΕΚΤ.

Άλλωστε έχουμε πολλάκις αναφέρει ότι η ελληνική αγορά σε όρους βασικών αριθμοδεικτών- P/E και P/BV -παραμένει ελκυστική, πόσο μάλλον σε όρους κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ, όπου εμφανίζει το απίστευτο νούμερο του 36,8%. Πρόκειται λοιπόν για μια φθηνή αγορά, υποεπενδεδυμένη, με λαμπρές προοπτικές χάρη στο ταμείο Ανάκαμψης και όχι μόνο.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέραμε στην ανάλυση «Γιατί χωλαίνει το ελληνικό χρηματιστήριο» η αγορά βλέπει διαχρονικά τις επιδόσεις κάθε χώρας προκειμένου να πιστοποιήσει ότι δεν πρόκειται για πυροτέχνημα. Από ένα σημείο και μετά λοιπόν, οι αγορές θα δουν ότι το ελληνικό θαύμα έχει διάρκεια.

Βλέπετε η επανάσταση της ελληνικής οικονομίας έχει ήδη ξεκινήσει μέσω της ψηφιοποίησης του κράτους. Μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, θα αναπτυχθούν σημαντικά έργα ψηφιακής μετάβασης στην Ελλάδα, όπως η ψηφιοποίηση της υγείας, της παιδείας, της δικαιοσύνης κ.α με στόχο να μειωθεί η γραφειοκρατία και να τονωθεί η απασχόληση στη μετά Covid-19 εποχή.

Ταυτόχρονα, το σύγχρονο οικονομικό μοντέλο παραγωγής δεν θα ακολουθήσει μόνο την ψηφιακή εποχή αλλά και την πράσινη μετάβαση. Οι επενδύσεις σε υποδομές που θα γίνουν στην Ελλάδα είτε αφορούν λιμάνια, είτε οδικούς άξονες ή ενεργειακά έργα θα ενορχηστρωθούν από ένα ψηφιακό κράτος βασισμένο σε νέες τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Τεχνολογίες που θα γίνουν κτήμα μας μέσω της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των ιδιωτικών κεφαλαίων που θα κινητοποιήσει το «Ελλάδα 2.0». Ταυτόχρονα τα έργα που προγραμματίζονται να πραγματοποιηθούν με τους πόρους του ΕΣΠΑ, αλλά και η ώθηση που θα δώσουν στις επενδύσεις η οικοδομική δραστηριότητα και η υιοθέτηση πράσινων μορφών ενέργειας , θα βοηθήσουν τη χώρα μας να κλείσει το «επενδυτικό κενό» και να προσεγγίσει ξανά τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.

Δεδομένης της συνειδητοποίησης τόσο από πλευράς κυβερνώντων όσο και από πλευράς πολιτών, ότι χωρίς ζωτικές μεταρρυθμίσεις σε καίριες πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας η χώρα μας δεν πρόκειται να αλλάξει σελίδα, πιστεύουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα προσφέρουν στα διαγράμματα των οικονομικών επιδόσεων της Ελλάδας αυτό που απουσιάζει σήμερα: Την εικόνα μιας διαχρονικά σταθερής ανοδικής πορείας των ρυθμών ανάπτυξης. Και αυτό είναι κάτι που κάποια στιγμή, οι αγορές θα το αναγνωρίσουν.

Άλλωστε οι αγορές ήδη έχουν εντοπίσει τα «αστέρια» του ελληνικού χρηματιστηρίου που συμμετέχουν στην αλλαγή του επενδυτικού προφίλ της χώρας. Τα αστέρια αυτά είναι και μερικές από τις αγαπημένες επιλογές της στήλης.

Ξεκινάμε με τη MYTILINEOS, την εταιρεία πρότυπο που πέραν από την θεαματική αύξηση της κερδοφορίας και τις προβλέψεις για διπλασιασμό της το 2022, έχει να μας επιδείξει τον εντυπωσιακό στόχο για τη μεγαλύτερη μείωση εκπομπών ρύπων σε παγκόσμιο επίπεδο παραγωγού αλουμινίου παγκοσμίως.

Σημαντική παρατήρηση είναι ότι ενώ οι Ευρωπαίοι παραγωγοί αλουμινίου έχουν μειώσει σημαντικά την παραγωγή τους το τελευταίο διάστημα-κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης και της συνεπαγόμενης αύξησης στο κόστος παραγωγής- οι παραγωγοί χαμηλού κόστους όπως η MYTILINEOS μπορούν και κρατάνε αμετάβλητη την παραγωγή τους, αυξάνοντας την κερδοφορία τους, αφού πλέον καλούνται να εξυπηρετήσουν τα «κενά» της αγοράς.

Δεύτερη αγαπημένη η Cenergy Holdings, για την οποία έφτασε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου όπου οι επενδύσεις των προηγούμενων ετών έχουν ξεκινήσει να εκτινάσσουν τον κύκλο εργασιών της, καθώς διαθέτει μερικά από τα ανταγωνιστικότερα προϊόντα της αγοράς τη στιγμή που η πράσινη μετάβαση εκτοξεύει τις εργασίες του κλάδου των καλωδίων.

Η από κοινού με την Ørsted συμφωνία δημιουργίας εργοστασίου παραγωγής υποβρύχιων καλωδίων στις ΗΠΑ είναι προ των πυλών ενώ η στήλη πιστεύει ότι θα ξεπεράσει ακόμα και τις αισιόδοξες προβλέψεις για αύξηση καθαρών κερδών κατά 23% το 2022.

Εν συνεχεία το δίδυμο ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ –ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ αποτελεί μια δυνατή επιλογή στους «καυτούς» κλάδους για την ελληνική οικονομία των υποδομών και της πράσινης ενέργειας. Μετά τα κομβικά έργα που «ξεκλείδωσαν» το 2021 -Γραμμή 4 Μετρό, Εγνατία, Ελληνικό – από το 2022 και μετά αναμένουμε να ξεκλειδώσει και μια σειρά οδικών, σιδηροδρομικών και άλλων έργων υποδομών συνολικού προϋπολογισμού 12-13 δισ. ευρώ.

Από την άλλη, ο κλάδος της ενέργειας και των ΑΠΕ είναι ένα από τα βασικά stories του ελληνικού χρηματιστηρίου με αποκορύφωση την πρόσφατη έγκριση από την Κομισιόν του σχήματος στήριξης για την κατασκευή και λειτουργία της μονάδας αντλησιοταμίευσης στην Αμφιλοχία, ένα από τα κορυφαία έργα αποθήκευσης ενέργειας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το πράσινο φως για την κατασκευή της μονάδας η οποία θα συμβάλλει στην περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα, αξιοποιώντας καθαρή ενέργεια που διαφορετικά θα χανόταν και συνεπικουρώντας στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για τη μείωση των εθνικών εκπομπών έως το 2030.

Στην πρώτη πεντάδα των επιλογών μας δεν θα μπορούσε να λείπει το αστέρι των ευρωπαϊκών τηλεπικοινωνιών ο ΟΤΕ. Ο ισχυρός ισολογισμός του και η παραγωγή ελευθέρων ταμειακών ροών θα χρηματοδοτήσουν την επένδυση σε FttH -γραμμές Fiber to the Home -ενώ υπενθυμίζουμε ότι τον Δεκέμβριο του 2021 ανακοινώθηκε από τον ΟΤΕ και τη Deutsche Telekom η μεγαλύτερη επένδυση σε τηλεπικοινωνιακές υποδομές που έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα κόστους άνω των 3 δισ. σε βάθος πενταετίας.

Η επένδυση των ΟΤΕ-Deutsche Telekom θα περιλαμβάνει την ενίσχυση διείσδυσης υψηλών ταχυτήτων, αναβαθμίζοντας -εντελώς δωρεάν- τις ταχύτητες του σταθερού Internet και την Οπτική ίνα- FTTH- σε 3 εκατ. σπίτια και επιχειρήσεις.

Ο ΑΔΜΗΕ, η ΔΕΗ, ο ΟΠΑΠ, ο ΟΛΠ και όμιλος Τιτάν συμπληρώνουν την πρώτη δεκάδα, αν και οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι επιλογές στο ελληνικό χρηματιστήριο για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια δεν εξαντλούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών. Δεδομένου ότι η αγορά θα δώσει περαιτέρω ευκαιρίες εισόδου μέσα στη χρονιά, η στήλη θα επανέρχεται κάθε φορά με εκείνες τις μετοχές που παρουσιάζουν δελεαστικά σημεία εισόδου.

Πετρέλαιο

Φέτος θα έχουμε μεγαλύτερη αναφορά στον μαύρο χρυσό, μιας και όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες προσδοκίες για το πολύτιμο μέταλλο του χρυσού, αρκεί να αναφέρουμε ότι η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου αναμένεται να εκτιναχθεί στο 2,25% μέχρι τα τέλη του 2022. Αν λοιπόν δεν φανεί ένας μαύρος κύκνος πάνω από τις αγορές, ο χρυσός θα επαναλάβει τη διακύμανση του 2021.

Στο κεφάλαιο του μαύρου χρυσού τώρα, το 2021 μας έδωσε ένα μεγάλο μάθημα: Η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια αυξάνεται ταχύτερα από την ικανότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να τροφοδοτήσουν το σύστημα με «καθαρή» ενέργεια.

Αν θέλουμε λοιπόν να μην ξαναζήσουμε μια παγκόσμια ενεργειακή καταιγίδα, θα πρέπει να φροντίσουμε η πράσινη μετάβαση να γίνει με προϋποθέσεις που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια του φυσικού αερίου και του πετρελαίου όταν αυτά είναι απαραίτητα.

Αν και δεν είναι δημοφιλές να υποστηρίζει κανείς ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα έχουν ενεργό ρόλο στο ενεργειακό σύστημα για τις επόμενες δεκαετίες, εντούτοις αυτή είναι η πραγματικότητα.

Μια πραγματικότητα που αγνόησαν τα τελευταία δύο χρόνια οι διεθνείς εταιρείες πετρελαίου, ενδίδοντας στις πιέσεις να μειώσουν τις επενδύσεις στην παραδοσιακή παραγωγή ενέργειας και να προσανατολιστούν κυρίως στην πράσινη μετάβαση.

Τη στιγμή λοιπόν που ο κόσμος αναμένεται να καταναλώσει περισσότερο πετρέλαιο από ποτέ το 2022, η προσφορά αναμένεται να είναι περιορισμένη.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 3,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το νέο έτος φτάνοντας στα 99,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, δηλαδή κοντά στο προηγούμενο ρεκόρ ζήτησης το 2019, πριν την εμφάνιση της πανδημίας.

Ακόμα και τα νέα μέτρα περιορισμού που τέθηκαν σε εφαρμογή για να σταματήσει η εξάπλωση του υπερμεταδοτικού στελέχους Όμικρον, αναμένεται να έχουν μικρότερο αντίκτυπο στην οικονομία σε σχέση με εκείνα που επιβλήθηκαν στα προηγούμενα επιδημικά κύματα της Covid-19, κυρίως λόγω των εκτεταμένων εμβολιασμών και της χαμηλής νοσηρότητας που εμφανίζει η νέα μετάλλαξη.

Ο ΟΠΕΚ από την πλευρά του συμφωνεί ότι ο αντίκτυπος της νέας παραλλαγής αναμένεται να είναι ήπιος και μικρής διάρκειας, διατηρώντας τις προβλέψεις για τη ζήτηση του 2022. Πιο συγκεκριμένα, στη μηνιαία έκθεσή του Δεκεμβρίου ανακοίνωσε ότι βλέπει την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου να φτάνει τα 100,6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2022, δηλαδή περίπου 0,5 εκατομμύρια bpd πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα.

Όμως, ακόμα κι αν το 2022 ο κόσμος καταναλώσει περισσότερο πετρέλαιο από ποτέ, η πράσινη μετάβαση παραμένει σε εξέλιξη και οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου διεκδικούν τη θέση τους σε αυτήν. Εκ των πραγμάτων λοιπόν οι παραγωγοί πετρελαίου δεν είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν αρκετά στην εξόρυξη.

Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι παγκόσμιες επενδύσεις σε upstream πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι περίπου 30% χαμηλότερες από τα προ-πανδημίας επίπεδα. Για να μιλήσουμε με νούμερα, κινήθηκαν στο ύψος των 350 δισ. δολαρίων το 2020, με μια μικρή μόνο ανάκαμψη το 2021, παραμένοντας στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 15ετίας.

Όμως η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη ζήτηση σε αυτό το επίπεδο επενδύσεων.Ακριβώς αυτή η μετατόπιση από τα παραδοσιακά καύσιμα προς την καθαρή ενέργεια θα συμβάλει κατά τη γνώμη μας στο να συνεχιστούν ανά διαστήματα οι κρίσεις στον εφοδιασμό και φυσικά να κινηθούν υψηλότερα –με διαλείμματα φυσικά- οι τιμές.

Οι επενδυτές λοιπόν θα πρέπει να είναι έτοιμοι για έναν κόσμο «σφιχτής» προσφοράς πετρελαίου όχι μόνο για το 2022, αλλά και για το 2023 και το 2024, με πρώτο στόχο το επίπεδο των 90 δολαρίων/βαρέλι.

Αν δε επαληθευτούν οι εκτιμήσεις της Σαουδικής Αραβίας ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα μπορούσε να μειωθεί κατά 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος της δεκαετίας, επειδή ακριβώς δεν δαπανώνται αρκετά για την εξερεύνηση και την ανάπτυξη νέων πόρων, τότε δεν αποκλείονται τα τριψήφια νούμερα στον μαύρο χρυσό.

Βλέπετε, αυτό το σενάριο συνεπάγεται παραγωγή μικρότερη από 70 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, τη στιγμή που σύμφωνα με το σενάριο «Βιώσιμης Ανάπτυξης» -το οποίο βλέπει τις προηγμένες οικονομίες να φτάνουν σε μηδενικές καθαρές εκπομπές ρύπων έως το 2050 - η πτώση μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας στην κατανάλωση πετρελαίου εκτιμάται ότι θα είναι μόλις 9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.

Αν η Σαουδική Αραβία έχει δίκιο, θα χρειαζόμαστε περίπου 90 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα μέχρι το 2030 τη στιγμή που θα παράγονται λιγότερα από 70 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Πρόκειται για ένα έλλειμμα προσφοράς 21 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα!

Αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο σενάριο, σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης International Energy Forum με έδρα στο Ριάντ, αλλά και σύμφωνα με συμβούλους της IHS Markit, για να καλυφθεί η ζήτηση θα πρέπει οι επενδύσεις στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να επιστρέψουν σχεδόν στα προ πανδημίας επίπεδα των 525 δις δολαρίων ετησίως για το υπόλοιπο της δεκαετίας.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο κίνδυνος για υψηλότερες και πιο ασταθείς τιμές θα παραμένει στο προσκήνιο.

Χαλκός

Και για τον χαλκό από την πλευρά της ζήτησης τα νέα είναι καλά, καθώς η κατανάλωση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ηλεκτρικά οχήματα κ.α αναμένεται να παραμείνει υψηλή.

Από την πλευρά της προσφοράς τώρα, οι προοπτικές παραμένουν bullish, καθώς οι εταιρείες εξόρυξης αντιμετωπίζουν χαμηλότερες ποιότητες, γεγονός που θα αυξήσει δραματικά το κόστος εξόρυξης χαλκού και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες στα νέα έργα δεν είναι αρκετές για να μετριάσουν την επερχόμενη μείωση.

Αλουμίνιο

Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί έχουν μειώσει σημαντικά την παραγωγή τους σε αλουμίνιο το τελευταίο διάστημα λόγω της ενεργειακής κρίσης και της συνεπαγόμενης αύξησης στο κόστος παραγωγής. Έτσι τα αποθέματα είναι σε χαμηλά επίπεδα τη στιγμή που οι αποφάσεις για νέες επενδύσεις ή επέκταση παραγωγής έχουν μεταφερθεί για αργότερα στο 2022 και το 2023.

Όσον αφορά ειδικότερα την Κίνα - συνεισφέρει τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής- σύμφωνα με την Goldman Sachs αναμένεται μείωση της παραγωγής για την περίοδο 2022-2025, καθώς το περιθώριο κέρδους των τοπικών παραγωγών σε πολλές περιπτώσεις είναι ακόμα και αρνητικό, με αποτέλεσμα πολλές μονάδες να κλείνουν τελείως.

Κάτω από αυτό το πρίσμα το πιθανότερο είναι οι τιμές του αλουμινίου να παραμείνουν υψηλές για μεγάλο χρονικό διάστημα ξεπερνώντας ακόμα και τα επίπεδα των 3,200 δολαρίων/t.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.