Περισσεύουν τις τελευταίες εβδομάδες τα αρνητικά σχόλια για τα διάφορα μέτρα στήριξης της κοινωνίας που έχει λάβει η κυβέρνηση. Τα σχόλια από την αντιπολίτευση είναι αναμενόμενα.
Ένας από τους σημαντικούς λόγους που οδηγηθήκαμε στη χρεωκοπία του 2010 ήταν η ανέξοδη πλειοδοσία παροχολογίας της αντιπολίτευσης (κυρίως, όμως, του ΠΑΣΟΚ και της αριστεράς) κάθε φορά που η εκάστοτε κυβέρνηση ανακοίνωνε παροχές προς κάποια κοινωνική ομάδα: «Μόνο 6%; Πως θα ζήσει ο λαός με αυτά τα ψίχουλα;»
Οι επικρίσεις από τη μεριά της, με την ευρεία έννοια, συμπολίτευσης είναι λιγότερο αναμενόμενες και κατανοητές. Η κριτική φαίνεται να επικεντρώνεται σε θέματα «οικονομικής ορθοδοξίας» και, δη, στην, κατά τη γνώμη τους, παραβίαση της χρηστής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών από την κυβέρνηση. «Πάμε πάλι για χρεωκοπία και κανείς δεν ενδιαφέρεται», έχω ακούσει από διάφορους, που ψήφισαν ΝΔ και θα ψηφίσουν ΝΔ και πάλι – στον δεύτερο γύρο των επόμενων εκλογών.
Η στάση αυτή είναι μια από τις πιο μυωπικές που έχω συναντήσει στα 45 χρόνια που παρακολουθώ την Ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Το πιο σημαντικό και κρίσιμο ερώτημα που δεν έχουν σκεφτεί να κάνουν όσοι ανεμίζουν τα λάβαρα της οικονομικής ορθοδοξίας είναι το εξής:
Πως νομίζετε ότι θα πήγαινε η αντιπολίτευση στις εκλογές εάν η Κυβέρνηση δεν έκανε κάποιες παροχές και δε μοίραζε κάποια λεφτά;
Κάπως έτσι:
«Μας λέτε ότι η Ελληνική οικονομία έχει τις καλύτερες επιδόσεις παγκοσμίως, ότι έχουμε πλεονάσματα ρεκόρ, ότι ζούμε πρωτοφανή οικονομική άνθηση. Που είναι; Πως ωφελείται ο μέσος πολίτης από όλα αυτά που ανακοινώνετε ότι κάνετε και έχετε πετύχει όταν το εισόδημα του μειώνεται καθημερινά από τον πληθωρισμό; Όταν δεν του φτάνει το μηνιάτικο για να θερμάνει το σπίτι του; Όταν το σκέφτεται να πάει μια εκδρομή με το αυτοκίνητο του γιατί η τιμή της βενζίνης έχει ξεπεράσει τα 2 ευρώ το λίτρο;»
Και, μεταξύ μας, θα είχαν δίκιο.
Ο μέσος πολίτης δεν ενδιαφέρεται - και, ίσως, σωστά - για την μακροπρόθεσμη δημοσιονομική υγεία της χώρας ή για θεωρητικές έννοιες όπως “η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας”. Αυτό που τον απασχολεί είναι το πως θα τελειώσει ο μήνας και εάν το εισόδημα του θα επαρκεί για τα έξοδα του επόμενου. Ο μέσος πολίτης είναι απόφοιτος λυκείου και έχει εισόδημα γύρω στα €1,300 το μήνα. Οι περίπλοκες έννοιες της υψηλής πολιτικής και τα αξιώματα και τα λήμματα του κλασσικού οικονομικού μοντέλου πλήρους ανταγωνισμού δεν τον αφορούν – του προκαλούν, μάλιστα, δυσφορία και θυμό.
Θα ήταν πολιτικά αυτοκτονικό να οδεύσει προς τις εκλογές η Κυβέρνηση εκθειάζοντας το (πραγματικά ιστορικό) έργο της όσον αφορά στην οικονομία και τις υποδομές της χώρας ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού έβλεπε τα εισοδήματα του να εξανεμίζονται από τον πληθωρισμό. Εάν γινόταν αυτό, η οικονομία, από το ατού του πρωθυπουργού θα γινόταν η πολιτική καταδίκη του. Γιατί η αντιπολίτευση θα είχε το «πάτημα» να διακηρύσσει ότι η οικονομική επιτυχία των τελευταίων 4 ετών κατέληξε στην τσέπη των πλουσίων.
Στην ταινία του 1993 The Remains of the Day, πέντε Βρετανοί λόρδοι με ακροδεξιές, ελιτιστικές απόψεις κάθονται στο σαλόνι ενός αρχοντικού στην Αγγλική εξοχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’30, και συζητούν τα μειονεκτήματα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ένας από αυτούς, για να αποδείξει την ορθότητα του επιχειρήματος του στους άλλους, αρχίζει να ρωτάει τον μπάτλερ του οικοδεσπότη, τον οποίο υποδύεται ο Άντονι Χόπκινς, τη γνώμη του για τη νομισματική πολιτική της Βρετανικής κυβέρνησης σε σχέση με τη μετατρεψιμότητα του χρυσού και τη γνώμη του για τις τελευταίες δηλώσεις κάποιου ξένου υπουργού εξωτερικών σχετικά με το ζήτημα της Σουδετελάνδης. «Ζητώ συγγνώμη αλλά δεν είμαι πληροφορημένος για αυτά τα ζητήματα», απαντάει ο Χόπκινς, με τον αμίμητο τρόπο του. «Εντάξει, απέδειξες το επιχείρημα σου», ξεσπούν γελώντας οι άλλοι τέσσερις συνδαιτυμόνες.
Πάσα ομοιότητα με το θέμα αυτού του σχολίου είναι απολύτως αληθής και στοχευμένη.
Η δημοκρατία μας είναι σταθερή και ανθεκτική γιατί οι προτιμήσεις και οι ανάγκες (προσοχή: όχι οι «γνώμες» αλλά οι ανάγκες) όλων μας έχουν το ίδιο βάρος και όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν παίρνουμε από το πολιτικό σύστημα το 100% των όσων θα θέλαμε, αλλά παίρνουμε ένα σημαντικό ποσοστό των όσων θέλουμε. Επίσης, επειδή το σύστημα είναι δίκαιο, με την έννοια ότι όλοι μας έχουμε ισότιμη πρόσβαση στις κάλπες και η ψήφος όλων έχει το ίδιο βάρος.
ΑΥΤΗ είναι η πολιτική πραγματικότητα. Και, είμαι σίγουρος, οι επιτελείς της Κουμουνδούρου και της Χαριλάου Τρικούπη περίμεναν με ακονισμένα μαχαίρια νεοφιλελεύθερους νίντζα να καταλάβουν το Μαξίμου και να καρφώσουν στη στέγη του τη σημαία του ορθού δόγματος του Μίλτον Φρίντμαν, της Άιν Ραντ και άλλων γραφικών τύπων που κατοικοεδρεύουν σε διάφορα ευαγή ιδρύματα με θέα τη λίμνη Μίσιγκαν και τους λόφους του Πάλο Άλτο.
Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται, ο πρωθυπουργός και οι σύμβουλοι του δεν ανήκουν σε δογματικές αδελφότητες και δεν σχεδιάζουν με βάση ιδεολογικά πρόσημα: μόνο με ρεαλιστικά κριτήρια και με στόχο την ανάπτυξη της οικονομίας και τη σύγκλιση της χώρας με τους πιο ανεπτυγμένους και πλούσιους από τους εταίρους μας.
Φαίνεται να κατανοούν, επίσης, ότι τα οικονομικά μοντέλα και οι οικονομικές θεωρίες δεν είναι συνταγές μαγειρικής ή ιερά κείμενα: είναι γενικές κατευθύνσεις και διαφορετικοί τρόποι θεώρησης της πραγματικότητας. Εξάλλου, το αντικείμενο ονομάζεται «ΠΟΛΙΤΙΚΗ Οικονομία».
Γιατί η πολιτική είναι το απαραίτητο συστατικό που κάνει την οικονομία βιώσιμη και ωφέλιμη για όλους: χωρίς πολιτική παρέμβαση και χωρίς σημαντικές, θεμελιώδεις προσαρμογές (adjustments), ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε να επιβιώσει πέραν του ενός ή δύο business cycles. Η δύναμη του καπιταλισμού είναι η προσαρμοστικότητα του, και αυτή προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από την πολιτική.
Ευτυχώς έχουμε μια εξαιρετικά χρήσιμη κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται αυτή την τόσο απλή αλλά και τόσο θεμελιώδη αρχή.
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.