Του Γιώργου Φιντικάκη
Τα πάνω - κάτω στην παγκόσμια αγορά ενέργειας έχουν φέρει τα άλματα της τεχνολογίας στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών, καθώς είναι τόσο χαμηλά πλέον τα κόστη, ώστε σε συνδυασμό με τα έξυπνα δίκτυα, σήμερα συμφέρει περισσότερο να ανοίξει κάποιος μια μονάδα παραγωγής ρεύματος από ΑΠΕ παρά ένα πυρηνικό εργοστάσιο ή μια μονάδα λιγνίτη.
Η αγαπημένη φράση του Κ. Χατζηδάκη ότι οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ κοστίζουν πλέον πιο φθηνά κλειστές με το προσωπικό να πληρώνεται, παρά ανοικτές, όπως και η εξαγγελία Μητσοτάκη από το βήμα του ΟΗΕ για απολιγνιτοποίηση της Ελλάδας το 2028, δεν είναι τυχαίες.
Τα νούμερα της παγκόσμιας αγοράς είναι συγκλονιστικά, δείχνουν γιατί η χρηματοδότηση των ΑΠΕ αποτελεί κεντρική στρατηγική για τις μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως, και εξηγούν γιατί η «πράσινη» ενέργεια αποτελεί πλέον όχημα μιας νέας βιομηχανικής επανάστασης.
Τα κεφάλαια που επενδύθηκαν την τελευταία δεκαετία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έφτασαν αισίως τα 2,6 τρισ. δολάρια παγκοσμίως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Bloomberg, με τη μερίδα του λέοντος, δηλαδή το 50%, να αντιστοιχεί στην ηλιακή ενέργεια. Μόνο το ηλιακό δυναμικό αυξήθηκε πάνω από 26 φορές μέσα σε δέκα χρόνια, από τα 25 GW το 2009 σε περίπου... 663 GW φέτος. Η ενέργεια αυτή είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες ηλεκτρισμού περίπου 100 εκατομμυρίων νοικοκυριών στις ΗΠΑ για κάθε χρόνο.
Συνολικά την τελευταία δεκαετία ο πλανήτης είδε τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να τετραπλασιάζονται και από 414 GW το 2009 να εκτιμάται ότι θα κλείσουν φέτος στα 1.650 GW. Μόνο το 2018 οι «πράσινες» επενδύσεις σε παραγωγική ισχύ ανήλθαν σε 272,9 εκατ. δολάρια, ποσό τριπλάσιο από τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Την ίδια χρονιά, οι επενδύσεις σε αιολικά στην Ευρώπη ξεπέρασαν τα 65 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας εξαγορές, συγχωνεύσεις, χρηματοδοτήσεις και δημόσια έργα σε ανανεώσιμες πηγές.
Πλέον, δεν υπάρχει μεγάλη τράπεζα στον κόσμο που να μη διαθέτει ένα αξιόλογο και συνεχώς διευρυνόμενο χαρτοφυλάκιο ενεργειακών έργων προς χρηματοδότηση. Τουλάχιστον 67 είναι οι πιο ενεργές τράπεζες παγκοσμίως που χρηματοδοτούν ολοένα και πιο δυναμικά έργα στην «πράσινη» ενέργεια, με πρώτη την ιαπωνική Sumitomo Mitsui με παγκόσμιο μερίδιο 6%, ενώ κάθε μια εκ των Societe Generale, Santander, Mitsubishi, Gazprombank, BNP Paribas, έχει μερίδιο 5% και ακολουθούν με 4% οι KfW, ING Group, Group BPCE.
Πίσω από τις παραπάνω επιδόσεις βρίσκεται μια λέξη, η τεχνολογία. Τα τεχνολογικά άλματα είναι αυτά που αναμένεται να πολλαπλασιάσουν τις πράσινες επενδύσεις και όχι οι δεσμευτικές πολιτικές της Ε.Ε. και άλλων οργανισμών για το κλίμα και την απανθρακοποίηση.
Έως πριν από μια δεκαετία, οι ΑΠΕ δεν ήταν ανταγωνιστικές σε σχέση με τις συμβατικές μορφές παραγωγής ενέργειας, δηλαδή τον άνθρακα και το πετρέλαιο. Η τεχνολογία δεν επέτρεπε τη φθηνή παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ΑΠΕ. Τη διαφορά άρχισε να κάνει η κρατική ενίσχυση που καθιερώθηκε πανευρωπαϊκά προ 15ετίας, με τη μορφή εγγυημένης τιμής παραγωγού, στηρίζοντας την καινούργια αυτή αγορά, που διαφορετικά δεν θα είχε καμιά τύχη. Το γεγονός ότι ένας δημόσιος φορέας σε κάθε χώρα της Ε.Ε. αγόραζε το ρεύμα από τους παραγωγούς σε μια προκαθορισμένη τιμή, επιδοτώντας ουσιαστικά τη διαφορά μεταξύ αυτής της τιμής και του κόστους παραγωγής, ναι μεν δημιούργησε ουκ ολίγες φούσκες, όπως με τα φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα, ωστόσο κράτησε όρθια την αγορά.
Το καθεστώς αυτό έφερε επενδύσεις κυρίως σε ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά. Εκείνες με τη σειρά τους έφεραν περισσότερη έρευνα και ανάπτυξη σε νέες τεχνολογίες για τη μείωση του κόστους παραγωγής, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει πέσει τόσο πολύ, ώστε οι ΑΠΕ να είναι πιο φθηνές από τα πυρηνικά και τον άνθρακα. Κάπως έτσι, το συνολικό κόστος παραγωγής της αιολικής ενέργειας βρίσκεται σήμερα στα 29 δολ/ Mwh, έναντι 36 δολ/ Mwh για τον άνθρακα.
Το άλλο ατού για την επικείμενη ακόμη μεγαλύτερη εξάπλωση των ΑΠΕ λέγεται δίκτυα. Στο μοντέλο του 20ού αιώνα, οι υποδομές δεν ήταν σχεδιασμένες για να αποθηκεύουν ρεύμα που έχει παραχθεί, αλλά όχι καταναλωθεί. Σήμερα αυτό γίνεται μέσω των έξυπνων δικτύων. Οι καταναλωτές μπορούν να παράγουν ποσότητες ρεύματος, τις οποίες εν συνεχεία πωλούν στο δίκτυο διανομής, δηλαδή γίνονται prosumers (producers και consumers, παραγωγοί και καταναλωτές μαζί).
Στην πράξη, η τεχνολογία έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, ώστε οι πάντες να μπορούν να παράγουν και να διανείμουν ενέργεια από ΑΠΕ. Τα δίκτυα μεταφοράς ωστόσο που σχεδιάζονται σήμερα, δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα του παρελθόντος, τα οποία δεν άντεχαν να διαχειριστούν αυξημένες ποσότητες ενέργειας. Τα έξυπνα δίκτυα και οι υποβρύχιες διασυνδέσεις καθιστούν πλέον εφικτή τη διαχείριση ολοένα και μεγαλύτερων ποσοτήτων ενέργειας από ΑΠΕ. Τα τεχνολογικά αυτά άλματα είναι που κάνουν την Ευρώπη να θέτει ολοένα και πιο φιλόδοξους στόχους για την απανθρακοποίηση. Είναι η τεχνολογία που επιτρέπει στην Ε.Ε. να εξαγγέλλει στόχο να φτάσουν οι ΑΠΕ στο 32% επί της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας το 2030. Σημειωτέον ότι η Ελλάδα φιλοδοξεί να ξεπεράσει τον στόχο αυτό και να πιάσει το 35%, πάνω δηλαδή από τον ευρωπαϊκό στόχο.