Κακά τα ψέματα. Η ενεργειακή κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικά για την Ελλάδα, η ενδεχόμενη ανάληψη μεμονωμένων πρωτοβουλιών, σύντομα θα μείνει από «δημοσιονομικά καύσιμα». Η πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού που υιοθετήθηκε και από τις υπόλοιπες χώρες του λεγόμενου Νότου και που προωθήθηκε και με ενισχυμένο περιεχόμενο από τη γαλλική κυβέρνηση, για την εφαρμογή ενός ανώτατου ορίου τιμών στo TTF, δεν φαίνεται ότι θα γίνει αποδεκτή από το παγιωμένο μέτωπο του Βορρά. Την ίδια κατάληξη αναμένεται να έχει και η πρόταση για την έκδοση ενεργειακού ευρωομολόγου.
Όσον αφορά την έκδοση του ευρωομολόγου, η πλευρά του Βορρά επισημαίνει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης, γνωστό και σαν Next Generation EU, έχει εκταμιεύσει μέχρι στιγμής μόλις κάτι λιγότερο από το 10% του συνολικού δυναμικού του ύψους 800 δισ. ευρώ, εκφράζοντας ένα υπαινιγμό αναποτελεσματικότητας. Αντιθέτως η πλευρά του Νότου και κυρίως η Γαλλική πλευρά, εστιάζει στο γεγονός ότι ένα κοινό ευρωομόλογο αυτήν τη στιγμή, θα έδινε απαντήσεις τόσο στην ενεργειακή πολιτική, όσο και στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα.
Και όσον αφορά την αναγγελθείσα πολιτική μείωσης της εξάρτησης από το φυσικό αέριο και από το πετρέλαιο της Ρωσίας και εδώ τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Από τη μια πλευρά η ευρωπαϊκή επιβάρυνση από την απόπειρα απεξάρτησης από το φυσικό αέριο, θα υπερβαίνει τα 100 δισ. ευρώ. Και αν από την άλλη, αν υιοθετηθεί και η επιβολή ευρωπαϊκού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, τότε η επιβάρυνση θα εκτοξευθεί ακόμα περισσότερο.
Βεβαίως την ίδια στιγμή, και για όσο χρονικό διάστημα η Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει προσδεδεμένη ενεργειακά με τη Ρωσία, την ενισχύει ημερησίως με περισσότερα από $620 εκατ., γεγονός που κινητοποιεί προς την αντίθετη κατεύθυνση την Πολωνία και της χώρες της Βαλτικής, που νοιώθουν πως απειλούνται από τη ρωσική επιθετικότητα.
Προς το παρόν όσα διαρρέουν εν όψει της αυριανής συνόδου κορυφής, δηλαδή η κοινή προμήθεια φυσικού και υγροποιημένου αερίου αλλά και υδρογόνου για το χειμώνα του 2022-2023 και η αύξηση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στο 90% από 26% που βρίσκονται σήμερα, για την ίδια χρονική περίοδο δεν προσφέρουν άμεσες λύσεις. Και το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτό. Η εξεύρεση λύσεων, τώρα.
Είναι φανερό ότι μέσα σε αυτό το πλαίσια, η ελληνική οικονομία θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα μέσα στο 2022. Ειδικά αν κληθεί να διαχειριστεί εκ των ενόντων την ενεργειακή κρίση, που όπως προαναφέραμε θα οδηγήσει στην εξάντληση των διαθέσιμων «δημοσιονομικών καυσίμων». Κάτι τέτοιο όμως εγκυμονεί κινδύνους, ειδικά μετά από τη διαφαινόμενη επικράτηση των λεγόμενων γερακιών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που αυξάνει το κόστος χρήματος για τις τράπεζες και την επιχειρηματικότητα με αλυσιδωτές συνέπειες στην οικονομία.
Μια συνέπεια είναι η αναβολή της εξόδου στις αγορές όχι μόνο του Δημοσίου, αλλά και των επιχειρήσεων, που ανέμεναν να λάβουν στη σκυτάλη από το 2021, που ήταν ένα επιτυχημένο έτος όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων από την έκδοση εταιρικών ομολόγων.
Μια άλλη συνέπεια είναι η αναβολή των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, μεγάλων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών, που έχουν ανάγκη νέων κεφαλαίων για την εκπλήρωση των αναπτυξιακών τους στόχων.
Μια ακόμα συνέπεια θα είναι η μη επίτευξη του στόχου τα αποκλιμάκωσης του Δημοσίου χρέους σε σχέση προς το ΑΕΠ, που ήταν να υποχωρήσει φέτος κάτω από 200% του 2021.
Ήδη οι εκτιμήσεις όλων των τραπεζών και των οίκων που καλύπτουν την Ελληνική οικονομία, έχουν περάσει στην ιστορία και πρέπει να επαναξιολογηθούν μόλις ληφθούν οι οριστικές ευρωπαϊκές αποφάσεις στο διήμερο που μας έρχεται.
Ας θυμηθούμε ότι η Bank of America περίμενε ρυθμούς ανάπτυξης 3,8% για το 2022, με τον πληθωρισμό στο 1,9%, η Morgan Stanley περίμενε ανάπτυξη 2,7% για το 2022, η UBS ανέμενε ρυθμούς 5% το 2022, με τον πληθωρισμό στο 1,8%, η HSBC εκτιμούσε ότι το 2022 θα φέρει ανάπτυξη 4,5% και πληθωρισμό 2,4%, η Deutsche Bank υπολόγιζε ανάπτυξη 4,4% το 2022 με τον πληθωρισμό να φτάνει στο 2,8%, η ING περίμενε ανάπτυξη 4% με τον πληθωρισμό στο 1,4% και η UniCredit υπολόγιζαν αύξηση του ΑΕΠ κατά 3%, με τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται στο 1,2%.
Σήμερα τα μεγέθη αυτά, έχουν ξεπεραστεί. Η νέα κρίση τα έχει ήδη μεταβάλλει σε σημαντικό βαθμό. Οι επενδυτές, πρέπει να ακολουθούν τις εξελίξεις με όσο το δυνατόν μικρότερο ρίσκο και ρεαλιστικές προσδοκίες.