Του Απόστολου Σκουμπούρη
Εντελώς αλλαγμένο είναι το επενδυτικό προφίλ της χώρας αλλά και η ζήτηση για assets (μετοχές και ομόλογα) μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου, με το Γενικό Δείκτη του Χ.Α. να έχει εντυπωσιακή άνοδο σε ποσοστό 15,5%, ενώ σε διαρκή ιστορικά χαμηλά κινούνται οι αποδόσεις στα ομόλογα.
Οι επενδυτές «χτίζουν» στην προοπτική ότι η Ελλάδα είναι πολύ κοντά στο να αποκτήσει – μετά από μια δεκαετία – αυτοδύναμη και… κανονική κυβέρνηση, χωρίς άλλες ερμαφρόδιτες καταστάσεις, που ταλαιπώρησαν τη χώρα όλα τα χρόνια της κρίσης.
Μια κυβέρνηση που μπορεί να κάνει μεταρρυθμίσεις καθώς πιστεύει σε αυτές, να εφαρμόσει μέτρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, να ξεμπλοκάρει επενδύσεις και να δώσει λύσεις σε μακροχρόνια προβλήματα που τόσα χρόνια κράτησαν δέσμια των ιδεοληψιών την οικονομία.
Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 26 Μαΐου και μετά, έχει αλλάξει εντελώς η προσέγγιση των ξένων διαχειριστών και ευρύτερα των επενδυτών προς τα assets της χώρας. Οι τζίροι στο ελληνικό χρηματιστήριο έχουν διπλασιαστεί, η ζήτηση για ομόλογα του δημοσίου είναι πρωτοφανής, ενώ η ευρύτερη κινητικότητα σε επιχειρηματικό και επενδυτικό επίπεδο, μαρτυρά πολλά.
Ολόκληροι κλάδοι αλλά και επιμέρους ισχυροί όμιλοι βρίσκονται επί... ποδός, καθώς η προεξόφληση επιστροφής στην κανονικότητα, είναι – από μόνο της – ένα εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο ανασύνταξης και ανασκουμπώματος.
Η ελληνική αγορά έχει πληρώσει πολύ ακριβά το «μάρμαρο» των ιδεοληψιών της τελευταίας πενταετίας, που έφεραν capital controls, υπερφορολόγηση, φυγή εταιρειών στο εξωτερικό και περαιτέρω απομόνωση της χώρας αλλά και των επιχειρήσεων από τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.
Μαζί με την προηγούμενη πενταετία των μνημονίων και του πρώτου σοκ της κρίσης, η Ελλάδα έχει συμπληρώσει μια δεκαετία σχεδόν σε κατάσταση επενδυτικής και οικονομικής «αγκύλωσης», με τη χώρα να μένει συνολικά στο περιθώριο.
Και όλα αυτά, σε μια δεκαετία που καταγράφηκε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη διεθνώς, οι αγορές «μεγάλωσαν» γεωμετρικά, η παγκόσμια επενδυτική πίτα διογκώθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα στην παγκόσμια ιστορία, ενώ οι αγορές έκαναν το πιο ανθεκτικό, πλήρες και ισχυρό ράλι από καταβολής της ύπαρξής τους.
Μέσα σ'' αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα έμεινε στο περιθώριο και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο. Οι επιχειρήσεις έζησαν τρομερά εφιαλτικές καταστάσεις, βιώνοντας την οικονομική ασφυξία με τις τράπεζες να αδυνατούν να τις χρηματοδοτήσουν, ενώ εκτοξεύτηκε σε απαγορευτικά το κόστος δανεισμού από το εξωτερικό.
Χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, εκατοντάδες μετακόμισαν στο εξωτερικό, άλλες άλλαξαν επιχειρηματική και διοικητική έδρα, με έναν και μόνο στόχο: Την επιβίωσή τους, μέσω της αποφυγής της καταστροφικής υπερφορολόγησης, προσπαθώντας παράλληλα να «επικοινωνήσουν» επί ίσοις όροις με τη διεθνή ρευστότητα.
Παράλληλα, σχεδόν όλες οι ελληνικές επιχειρήσεις άλλαξαν εκ βάθρων κουλτούρα και οδηγήθηκαν προς τη διεθνοποίηση και την εξωστρέφεια, κάτι που – σε πάρα πολλές περιπτώσεις – αποδείχτηκε ευλογία καθώς άλλαξε προς το καλύτερο την ιστορία τους και το επιχειρηματικό τους εκτόπισμα.
Πλέον, παρ' ότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι με την αλλαγή της κυβέρνησης θα λυθούν αυτομάτως όλα τα προβλήματα και κυρίως τα προβλήματα των τραπεζών που «κουβαλούν» συσσωρευμένα... τοξικά στα χαρτοφυλάκιά τους από τη δεκαετία της κρίσης, η αγορά δείχνει να πιστεύει ότι η πολιτική αλλαγή μπορεί να φέρει καλύτερες ημέρες.
Η εντυπωσιακή βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της Ελλάδας και η σημαντική μείωση του πολιτικού κινδύνου είναι οι δύο παράγοντες που έχουν φέρει τη μεγάλη αλλαγή στο επενδυτικό κλίμα από τις ευρωεκλογές και μετά.
Η αγορά γνωρίζει πως μια οικονομική ατζέντα με πολιτικές φιλικές προς τις επενδύσεις και την ιδιωτική πρωτοβουλία, δύναται να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για έλκυση σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα.
Ο τόπος χρειάζεται μια επενδυτική επανάσταση, ένα γενικευμένο επιχειρηματικό ξεσηκωμό ώστε να γίνει ξανά τόπος φιλόξενος για δουλειές, για επενδυτικά κεφάλαια, που με τη σειρά τους θα προκαλέσουν και θα εμφυσήσουν γενικότερο ντόμινο ανάπτυξης και φυγής προς τα εμπρός.