Με την «εγγύηση αγοράς» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην… ούγια, τα κρατικά ομόλογα έγιναν χθες ανάρπαστα σε τέτοιο βαθμό που το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε θεωρητικά να δανειστεί περίπου 30 δισ. ευρώ με επιτόκιο 0,8%. Η Ελλάδα της χρεοκοπίας, της απαξίωσης και των χίλιων μύριων οικονομικών προβλημάτων αλλάζει σελίδα, προσελκύοντας επενδυτές παρά την ακραία αβεβαιότητα που συνεχίζει να κυριαρχεί παγκοσμίως.
Γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά και τι σημασία έχουν για την οικονομία; Μήπως ήρθαν τα… ύστερα του κόσμου από τη στιγμή που η Ελλάδα μπορεί και δανείζεται σχεδόν άτοκα; Απάντηση υπάρχει, αρκεί να σκεφτούμε ότι ομόλογο με θετική απόδοση (έστω 0,8%) σε τόσο προστατευμένο περιβάλλον όσο αυτό του QE της ΕΚΤ, δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη. Επομένως πολλοί διαχειριστές επιλέγουν να τοποθετήσουν το κομμάτι των χαρτοφυλακίων τους που έχουν αποφασίσει να επενδύσουν στην Ευρώπη, στα ελληνικά ομόλογα.
Επίσης, οι αναλυτές επισημαίνουν την πολιτική σταθερότητα στη χώρα μας καθώς και τις αναπτυξιακές της προοπτικές. Η Ιταλία λ.χ. που δίνει σχεδόν ίδια απόδοση αντιμετωπίζει μία σοβαρή πολιτική κρίση με τον Σαλβίνι - ο οποίος θέλει να την βγάλει από το ευρώ - να καραδοκεί και να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενώ ως χώρα δεν έχει πείσει ότι μπορεί να αναπτυχθεί με ισχυρούς ρυθμούς.
Μία άλλη πτυχή του ζητήματος σχετίζεται με την «τρέλα» των αγορών. Θα το πούμε και θα το ξαναπούμε. Αυτά που συμβαίνουν σήμερα στις αγορές όχι μόνο δεν έχουν προηγούμενο αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτουν μία τρομακτική διάσταση του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζονται το χρήμα τα μεγαλύτερα πορτοφόλια του πλανήτη. Οι επενδυτές ψάχνουν εναγωνίως για θετικές αποδόσεις για να διοχετεύσουν τα τρισεκατομμύρια ρευστότητας καθώς γνωρίζουν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν αρνητικά ή κοντά στο μηδέν για χρόνια, την ώρα που στη Wall Street 20άρηδες επενδυτές τα βάζουν με τους επαγγελματίες χρηματιστές, φέρνοντας τα πάνω κάτω και ανατρέποντας ένα καθεστώς πολλών δεκαετιών.
Όπως και να’ χει, είτε η Ελλάδα επωφελείται των συνθηκών είτε κερδίζει τους επενδυτές με τις προοπτικές της (ισχύουν και τα δύο), το σημαντικό είναι ότι έχει ξεφύγει από την προβληματική κατάσταση της περασμένης δεκαετίας. Στην πλειονότητά τους οι αναλυτές στέκονται στις μεταρρυθμίσεις που συνεχίζονται, στο νοικοκύρεμα των δημόσιων οικονομικών και στην ανάπτυξη που θα φέρει η σωστή διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Παράλληλα, η χώρα μας συμμετέχει στο QE Πανδημίας που σημαίνει στην ουσία πως όσοι αγοράζουν τα ομόλογά της θα μπορέσουν να τα πουλήσουν μέσα στον επόμενο χρόνο στην ΕΚΤ και παράλληλα θεωρείται πως θα είναι η πιο ωφελημένη από τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης. Άρα το ρίσκο σε σύγκριση με το επιτόκιο είναι πολύ μικρό, αφού ακόμη και το 10ετές της Πορτογαλίας είναι στο 0% για να μην πούμε της Γερμανίας που είναι στο -0,55%.
Ας μην ξεχνάμε ότι από το 2015 έως τον Μάρτιο του 2020 η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που δεν έλαβε ποτέ μέρος στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, «εξόριστη» από την υπόλοιπη Ευρώπη εξαιτίας της αξιολόγησης «junk», των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων και κατ’ επέκταση της αφερεγγυότητας που την χαρακτήριζε.
Με τη χθεσινή ιστορική από πλευράς επιτοκίου και ενδιαφέροντος εξόδου στις αγορές ανοίγει ένα τεράστιο παράθυρο ευκαιρίας. Από τη στιγμή που θα τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία η Ελλάδα πρέπει να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επιστρέψει στην «επενδυτική βαθμίδα» μετά τον Μάρτιο του 2022 που λήγει το έκτακτο QE της ΕΚΤ. Αν τα καταφέρει θα έχει εξασφαλίσει χαμηλά επιτόκια για πολλά χρόνια που θα διευκολύνουν όχι μόνο τις δημόσιες επενδύσεις αλλά και τις ιδιωτικές, αφού μαζί με το δημόσιο θα αντλούν πολύ πιο εύκολα κεφάλαια από τις αγορές και οι ελληνικές επιχειρήσεις.