Μία πολύ ευνοϊκή εξέλιξη για το ελληνικό δημόσιο και την προσπάθεια άντλησης φθηνού χρήματος από τις αγορές στα δύσκολα χρόνια μετά το τέλος της πανδημίας φέρνει η αλλαγή στρατηγικής που προωθεί η Κριστίν Λαγκάρντ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αν η ΕΚΤ κινηθεί στα χνάρια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και περάσει η προσαρμογή του στόχου της για τον πληθωρισμό σε μία πιο ευέλικτη μορφή, εκτιμάται ότι τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της περιφέρειας – όπως της Ελλάδας – θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα χαμηλά και παράλληλα θα συγκλίνουν με αυτά των χωρών του πυρήνα.
Σήμερα το υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρωζώνη είναι της Ελλάδας με την απόδοση του 10ετούς να βρίσκεται στο επίπεδο του 1%, ενώ το χαμηλότερο είναι της Γερμανίας στο -0,52%. Αναλυτές εκτιμούν ότι η διαφορά μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου επιτοκίου ενδέχεται να υποχωρήσει έως και τη 1 ποσοστιαία μονάδα ή στις 100 μονάδες βάσης, που σημαίνει ότι το ελληνικό δημόσιο θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές με επιτόκιο ίσως και χαμηλότερο του 1%.
Σημειώνεται ότι ήδη το κόστος δανεισμού της Ελλάδας έχει υποχωρήσει σημαντικά φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό του 1,2% στην επανέκδοση του 10ετούς στις αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ χθες ο ΟΔΔΗΧ άντλησε μέσω 6μηνων εντόκων γραμματίων το ποσό των 487,5 εκατ. ευρώ με αρνητικό επιτόκιο -0,10%. Η διατήρηση χαμηλών επιτοκίων είναι εξαιρετικής σημασίας για τη χώρα μας. Στο νέο περιβάλλον που θα διαμορφωθεί μετά την πανδημία η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει την αποκατάσταση της σχέσης της με τις αγορές, παρά το μεγάλο έλλειμμα που αναμένεται για το 2020.
Στην περαιτέρω μείωση του spread αναμένεται να συμβάλλει και η λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, μέσω του οποίου οι χώρες της ΕΕ συμφωνούν – με τις γνωστές επί μέρους διαφωνίες - για πρώτη φορά στην αμοιβαιοποίηση των κινδύνων. Αν, λοιπόν, η Λαγκάρντ καταφέρει να κάμψει τις γερμανικές αντιδράσεις, δεν αποκλείεται τουλάχιστον για την επόμενη διετία η Ελλάδα να δανείζεται με επιτόκια που θα θυμίζουν… Γερμανία, γεγονός που θα τη βοηθήσει να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη, μετά την πρωτοφανή ύφεση που βιώνει φέτος.
Η Γαλλίδα επικεφαλής της ΕΚΤ επιθυμεί διακαώς την αλλαγή στρατηγικής όμως θα πρέπει να ξεπεράσει αρκετά εμπόδια. Όλα δείχνουν, πάντως, ότι δεν θα μείνει αμέτοχη και θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες συμμαχίες.
Η… αιώνια διαφωνία μεταξύ Βορρά-Νότου για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και το ρόλο της ΕΚΤ στη στήριξη των αδύναμων μελών της Ευρωζώνης συνεχίζεται στο διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας, αυτή τη φορά με επίκεντρο τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Το μεγάλο ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η ΕΚΤ θα φροντίζει για τη σταθερότητα των τιμών, που είναι και η βασική της αποστολή.
Η αλλαγή του στόχου από το «κοντά αλλά χαμηλότερα από 2%» σε έναν πιο ευέλικτο ορισμό μπορεί να ακούγεται ένα αρκετά τεχνικό ζήτημα όμως είναι ουσιώδες. Διότι αν η ΕΚΤ αλλάξει το καταστατικό της έτσι ώστε να στοχεύει στη διατήρηση του πληθωρισμού στο 2% μακροπρόθεσμα, θα μπορεί σε περιόδους κρίσης να στοχεύει πολύ υψηλότερα κι έτσι να λαμβάνει ακόμη πιο δραστικά μέτρα, χωρίς να ανησυχεί για την πιθανότητας προσωρινής εκτίναξης του πληθωρισμού.
Όπως είπε χθες η Λαγκάρντ, ο στόχος για τον πληθωρισμό θα πρέπει να θεωρείται ως συμμετρικός από τον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι σύντομα η ΕΚΤ θα εγκαταλείψει το «αλλά χαμηλότερα» και ενδέχεται να μείνει στο «κοντά στο 2%», υποδεικνύοντας ότι ο πληθωρισμός θα μπορεί να ξεφεύγει και προς τα πάνω.
Βέβαια, η στρατηγική αναθεώρηση της ΕΚΤ θα ολοκληρωθεί μέσα στο 2021 που σημαίνει ότι ο δρόμος είναι μακρύς μέχρι να δούμε να συμβαίνουν όλα αυτά.
Οι αντιδράσεις από τη γερμανική πλευρά έχουν ήδη ξεκινήσει, καθώς την ίδια ημέρα που η Λαγκάρντ άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγής του στόχου για τον πληθωρισμό στα πρότυπα της Fed, ο διοικητής της γερμανικής Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, δήλωνε ότι οι ευρείας κλίμακας αγορές ομολόγων μέσω του QE κινδυνεύουν να περάσουν τα όρια που χωρίζουν τη νομισματική από τη δημοσιονομική πολιτική. Πρόκειται για ξεκάθαρη διαφωνία της Γερμανίας στην προοπτική αλλαγής του στόχου, αφού η εξέλιξη αυτή θα φέρει και επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων.