Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Από σήμερα και για όσο χρειαστεί, στη νέα λογική του «as long as it takes» που εγκαινιάζει η Κριστίν Λαγκάρντ -η οποία μετακομίζει επισήμως σήμερα στη Φρανκφούρτη- η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αγοράζει κάθε μήνα 20 δισ. ευρώ ομολόγων της Ευρωζώνης. Το QE II θα διαρκέσει, όπως έχει ήδη ανακοινώσει ο Ντράγκι δεσμεύοντας τη Γαλλίδα διάδοχό του, μέχρι να πιστοποιηθεί ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης του στόχου που είναι κάτω αλλά πλησίον του 2%.
Το Liberal.gr έχει αναφερθεί εκτενώς στο ενδεχόμενο να προλάβει η Ελλάδα να συμμετάσχει στο δεύτερο γύρο του προγράμματος αγοράς ομολόγων, κάτι που θα εξαρτηθεί από το αν αυτό θα βρίσκεται σε ισχύ όταν αναβαθμιστεί η ελληνική οικονομία σε επενδυτική βαθμίδα. Το πιθανότερο σενάριο είναι να συνεχιστεί το QE II τουλάχιστον έως το πρώτο εξάμηνο του 2021 που σημαίνει ότι αν όλα κυλήσουν ομαλά, τότε η χώρα μας θα το προλάβει και συνεπώς θα απολαύσει τις θετικές του επιπτώσεις.
Όμως όπως εξελίσσονται σήμερα τα πράγματα η Ελλάδα ευνοείται ήδη από τα «απόνερα» του προγράμματος, με αποτέλεσμα αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία να μην είναι το QE αυτό καθαυτό, αλλά τα όσα θα κερδίσει στην πορεία για την αναβάθμισή της σε «επενδυτική βαθμίδα».
«Ήδη τα ελληνικά ομόλογα δέχονται τέτοιες εισροές που σε συνδυασμό με το χαμηλό ποσοστό free float οδηγούν σε εντυπωσιακά γρήγορη αποκλιμάκωση τις αποδόσεις», σημειώνει διαχειριστής κεφαλαίων με έδρα το Λονδίνο. «Η γνώμη μου είναι ότι η Ελλάδα άτυπα βρίσκεται στο QE II καθώς οι αγορές της ΕΚΤ συμπιέζουν τις αποδόσεις και στέλνουν τους επενδυτές σε πιο ελκυστικούς τίτλους και αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει να επιδείξει το πιο ενδιαφέρον story ανάκαμψης», εκτιμά και προσθέτει: «Η Ελλάδα μπορεί να ξεπεράσει σύντομα την Ιταλία και να πιάσει πολύ πιο γρήγορα απ' ότι μπορούμε να φανταστούμε, την Κύπρο, ακόμη και την Πορτογαλία. Σκεφτείτε που ήταν πριν λίγους μήνες και που βρίσκεται σήμερα. Όλα αυτά βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τις μεταρρυθμίσεις».
Όταν ανακοινώθηκε το QE στην Ελλάδα ξεκινούσε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τα όσα ακολούθησαν στο πρώτο εξάμηνο του 2015 όχι μόνο μπλόκαραν τις αναβαθμίσεις που είχαν ξεκινήσει αλλά οδήγησαν και σε νέες υποβαθμίσεις. Η χώρα μας είχε ανάγκη να μπει στο QE από την αρχή ωστόσο αυτό ήταν αδύνατο όσο το χρέος κρινόταν μη βιώσιμο. Αυτό άλλαξε στο Eurogroup του 2018 όμως στο τέλος του μνημονίου τον περασμένο Αύγουστο τελείωσε και το waiver, η εξαίρεση δηλαδή βάσει της οποίας η ΕΚΤ δεχόταν ελληνικά ομόλογα, η κυβέρνηση αρνήθηκε την πιστοληπτική γραμμή και η χώρα έχασε το τρένο του QE. Τότε ήταν που χρειαζόταν η ελληνική οικονομία το QE για να ανακάμψει ταχύτερα, αλλά τελικά τον ρόλο αυτό τον έπαιξαν οι εκλογές.
Το επιτόκιο αναφοράς για τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου έχει υποχωρήσει σε λιγότερο από ένα μήνα από το 1,5% στο 1,15% (νέο ιστορικό χαμηλό που καταγράφηκε χθες), ενώ το 5ετές δίνει πλέον απόδοση 0,37% και τα εξάμηνα έντοκα μηδενική.
Η ΕΚΤ ξεκίνησε να αγοράζει ομόλογα από τις τράπεζες για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2015 με ρυθμό 60 δισ. ευρώ το μήνα και αυξήθηκε στα 80 δισ. ευρώ τον Απρίλιο του 2016. Ένα χρόνο μετά, τον Απρίλιο του 2017 το QE μειώθηκε στα 60 δισ. ευρώ το μήνα ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Ντράγκι αποκάλυψε ότι η ΕΚΤ σχεδίαζε την σταδιακή του κατάργηση. Τον Ιανουάριο του 2018 οι μηνιαίες αγορές ομολόγων περιορίστηκαν στα 30 δισ. ευρώ και στο τέλος του έτους ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα με φόντο την ανάκαμψη της οικονομίας και την άνοδο του πληθωρισμού. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι το QE ολοκληρώθηκε κυρίως λόγω των πολιτικών πιέσεων αφού στην ουσία ο πληθωρισμός δεν έφτασε ποτέ στον στόχο της ΕΚΤ. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν βάσει… προγράμματος, ο πληθωρισμός αποδείχθηκε αυτός που κατάφερε να νικήσει τον Μάριο Ντράγκι κι έτσι η ΕΚΤ αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία και να αναβιώσει από σήμερα το QE.