Τα ελληνικά ομόλογα θα συμμετέχουν στο καταλυτικό για την ανάκαμψη QE της ΕΚΤ έως ότου αναβαθμιστούν στην «επενδυτική βαθμίδα», μέχρι το σημείο δηλαδή που θα μπορεί η ελληνική οικονομία μόνη της να συντηρεί την κορυφαία κατηγορία αξιολόγησης και κατ’ επέκταση να απολαμβάνει χαμηλά επίπεδα στο κόστος δανεισμού χωρίς… δεκανίκια. Αυτό εκτιμά παράγοντας που παρακολουθεί από πολύ κοντά τις διεργασίες στη Φρανκφούρτη - και έχει μεγάλη εμπειρία σε θέματα χάραξης οικονομικής πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο - και εξηγεί:
«Το έκτακτο QE Πανδημίας (PEPP) θα διαρκέσει τουλάχιστον έως την άνοιξη του 2022 ενώ τα οφέλη του θα γίνονται αισθητά έως το τέλος του 2023, μέσω της επανεπένδυσης, που σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει… στρωμένο χαλί μπροστά της για να καταφέρει να αναβαθμιστεί πριν αρχίσουν να αυξάνονται οι αποδόσεις των ομολόγων».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, όπου απρόοπτο θεωρεί μια νέα πολιτική στροφή της Ελλάδας και ανακοπή του ρυθμού εφαρμογής μεταρρυθμίσεων, η ΕΚΤ στο εξής θα περιλαμβάνει την Ελλάδα σε όλες τις πράξεις σαν να έχει investment grade.
Την ίδια πεποίθηση μοιράζονται πολλοί αναλυτές και γι’ αυτό το λόγο η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έφτασε χθες στο ιστορικό χαμηλό του 0,58%, ενώ η Capital Economics προβλέπει ότι θα φτάσει ακόμα και στο 0,20% το 2021.
Οι αποδόσεις θα συμπιεστούν και μαζί τα spread γιατί η ΕΚΤ με τα επιπλέον 500 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε θα αγοράσει το 70% όλων των ομολόγων που θα εκδοθούν στην Ευρωζώνη το 2021 και το 150% των ομολόγων αν αφαιρεθούν οι πληρωμές. Συνεπώς μπορεί πολύ εύκολα να ελέγξει τις αποδόσεις…
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Ότι θα δανείζεται με σχεδόν μηδενικά επιτόκια για χρόνια.
Εξάλλου, μπορεί η Κριστίν Λαγκάρντ να μας ενημέρωσε χθες ότι η τύχη των ελληνικών ομολόγων μετά το τέλος του έκτακτου PEPP δεν έχει αποφασιστεί ακόμη, ξεκαθάρισε όμως ότι όλα τα έκτακτα εργαλεία της ΕΚΤ θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι να επιτευχθούν «ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες».
Η Ελλάδα είναι από τις πιο χτυπημένες, σε επίπεδο ύφεσης, χώρες και παράλληλα διαθέτει το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη, που σημαίνει ότι για να ανακάμψει και να μπορέσει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις χωρίς να εκτροχιαστεί δημοσιονομικά και χωρίς να καταστεί ξανά μη βιώσιμο το χρέος της, θα πρέπει να διευκολυνθεί.
Η φράση «ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες» δεν εξαιρεί την Ελλάδα. Η Λαγκάρντ, λοιπόν, σημείωσε ότι το θέμα των ελληνικών ομολόγων δεν έχει συζητηθεί από το διοικητικό συμβούλιο, όμως είπε τη μισή αλήθεια. Και αυτό γιατί το γενικότερο πλαίσιο δράσης της επόμενης ημέρας βρίσκεται εδώ και καιρό στο μενού των ανεπίσημων συζητήσεων και οι ελληνικοί τίτλοι είναι οι μοναδικοί που γίνονται δεκτοί κατ’ εξαίρεση.
Η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ να επεκτείνει το PEPP κατά 500 δισ. ευρώ σε μέγεθος και έως τον Μάρτιο του 2022 σε διάρκεια ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη και είχε προεξοφληθεί από τις αγορές. Ωστόσο, η ουσία όσων είπε η Λαγκάρντ κατά την καθιερωμένη συνέντευξη τύπου που ακολουθεί τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, είναι ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί το «μπαζούκα» και μετά τη λήξη του υγειονομικού «συναγερμού».
Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις που θέλουν την οικονομική δραστηριότητα να επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο σε φυσιολογικούς ρυθμούς από το καλοκαίρι του 2021, τότε η ΕΚΤ θα συνεχίσει να ελέγχει ανεπίσημα τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον περιορισμό του ιού.
Ας πάμε και στα πιο τεχνικά.
Έχουμε μπροστά μας ένα ενισχυμένο PEPP στα 1,85 τρισ. ευρώ και με 9 επιπλέον μήνες διάρκεια. Αν υποθέσουμε ότι η ΕΚΤ θα αγοράζει με τον ίδιο ρυθμό από τότε που ξεκίνησε το πρόγραμμα, ήτοι με 20 δις. ευρώ την εβδομάδα, τα κεφάλαια θα εξαντληθούν τον Ιανουάριο του 2022, λίγο πριν τον ορίζοντα που έδωσε η Λαγκάρντ.
Αν κάνει αγορές 15 δισ. ευρώ την εβδομάδα, όπως συμβαίνει από τον Αύγουστο και μετά, τότε το πρόγραμμα θα διαρκέσει έως τον Μάιο του 2022, επομένως θα χρειαστεί μικρή παράταση.
Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα ανακτήσει το χαμένο έδαφος και θα επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα στις αρχές του 2022, όμως στην ΕΚΤ γνωρίζουν, όπως δήλωσε πρόσφατα και η Ίζαμπελ Σνάμπελ, ότι η οικονομική κρίση θα κρατήσει πολύ περισσότερο από την υγειονομική.