Της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
Με τη βιομηχανία ικανοποιημένη, τους εκπροσώπους των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας διαιρεμένους και τους παραγωγούς θερμικής παραγωγής εν αναμονή, ολοκληρώθηκε η σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος, για τη διακοψιμότητα, τα ΑΔΙ και το Μηχανισμό Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους (ΜΑΜΚ).
Η οριστική απόφαση για τη διακοψιμότητα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του liberal,gr, αναμένεται να εκδοθεί εντός της εβδομάδας και από κει και πέρα μένει στον ΑΔΜΗΕ να οργανώσει τις auctions, διαδικασία που αναμένεται να χρειασθεί τουλάχιστον ένα τρίμηνο μέσα στο 2016. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, το αρχικό ποσό των 55 εκατ. ευρώ, σε ετήσια βάση, που επρόκειτο να εισπράττει η βιομηχανία, περιορίζεται στα 48 εκατ. ευρώ, κάτι το οποίο, «μας καλύπτει πλήρως», όπως ανέφερε στο liberal.gr πηγή της αγοράς.
Η κατανομή της επιβάρυνσης, όμως, που συνεπάγεται το μέτρο, συνιστά αιτία ισχυρών αντιδράσεων, αλλά και απογοητεύσεων, στους κόλπους των ΑΠΕ. Αν και ο υπουργός Πάνος Σκουρλέτης άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν οριακές αλλαγές στις αποφάσεις που θα ληφθούν, ως αποτέλεσμα της συζήτησης που έγινε, ωστόσο, αυτοί που θα «πληρώσουν το μάρμαρο» είναι, τα φωτοβολταϊκά με εισφορά 3,6% επί του τζίρου, τα αιολικά, με 1,8% και τα υδροηλεκτρικά με 0,8%.
Από την επιβάρυνση εξαιρούνται εντελώς τα οικιακά φωτοβολταϊκά, για λόγους που αποδίδονται από παράγοντες της αγοράς, σε πολιτικές σκοπιμότητες. «Απαλλάχθηκαν γιατί αποτελούν δεξαμενή πολλών ψήφων», τονίστηκε χαρακτηριστικά. «Δεν υπάρχει βούληση να αγγίξει κανείς τα φωτοβολταϊκά στις στέγες, αφού από εκεί αντλεί την πολιτική δύναμη του το κυβερνητικό στρατόπεδο», υποστηρίχθηκε.
Συν τοις άλλοις, οι εκπρόσωποι των ΑΠΕ αντιδρούν συνολικά για την εισφορά, την οποία εκλαμβάνουν ως φόρο υπέρ της βιομηχανίας. Άγνωστο παραμένει εάν θα υπάρξει στη συνέχεια οργανωμένη αντίδραση ή προσφυγή και με ποιο τρόπο.
Η βιομηχανία, πάντως, εκτιμά ότι είναι ένα μέτρο που ισχύει και στην Ε.Ε. και υπό αυτήν την έννοια, δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό. Στη χώρα μας θα μπορέσει να λειτουργήσει, όπως επισημαίνεται, συμπληρωματικά και εξισορροπητικά με τα νέα τιμολόγια της ΔΕΗ, μετά τη δρομολογούμενη κατάργηση των εκπτώσεων του 20%, ώστε η βιομηχανία να λειτουργήσει ανταγωνιστικά σε σχέση με τα ισχύοντα στην Ευρώπη.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τα ΑΔΙ, που ενδιαφέρουν περισσότερο τους ανεξάρτητους παραγωγούς, παραπέμπονται για το 2016, εν αναμονή και των σχολίων της Κομισιόν. Αντίθετα, για το ΜΑΜΚ, όπως ενημέρωσε η ΡΑΕ, η πρόταση της είναι έτοιμη, μετά τη δημόσια διαβούλευση που έγινε τον Οκτώβριο και προέβλεπε την ενσωμάτωση στον Κώδικα Ημερήσιων Συναλλαγών, ενός είδους μεταβατικού μηχανισμού, για την ανάκτηση του μεταβλητού κόστους, για συγκεκριμένες περιπτώσεις και μόνον, ώστε να αποφευχθεί η υπέρμετρη χρήση του. Το θέμα αυτό έχει αναχθεί πλέον σε μνημονιακή υποχρέωση, με τη βιομηχανία και τις ΑΠΕ να αντιδρούν. Η ΡΑΕ, πάντως, δήλωσε ότι το συγκεκριμένο μέτρο θα μπορούσε να ισχύσει από το Δεκέμβριο.
Αντιδράσεις των παραγωγών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για το μέτρο της διακοψιμότητας
Αντιδράσεις από τους φορείς των παραγωγών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές προκαλεί η εφαρμογή του μέτρου της «διακοψιμότητας» για τη μείωση των τιμολογίων ρεύματος των βιομηχανικών καταναλωτών καθώς η χρηματοδότηση των εκπτώσεων προβλέπεται να προέλθει από εισφορά στις ΑΠΕ.
Η Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας υποστηρίζει ότι «το τέλος διακοψιμότητας στερείται λογικής, δικαιοσύνης και τεκμηρίωσης» και ότι παρά το γεγονός ότι το αναγκαίο ποσό για την κάλυψη του κόστους ενίσχυσης της βιομηχανίας έχει μειωθεί περίπου στο μισό του αρχικά προβλεπόμενου, το ύψος των συντελεστών επιβάρυνσης προτείνεται να παραμείνει το ίδιο. Η ΕΛΕΤΑΕΝ ζητά αναλογική μείωση των συντελεστών επιβάρυνσης και σε κάθε περίπτωση να διασφαλιστεί ότι αυτή η επιβάρυνση των παραγωγών θα αναγνωρίζεται ως κόστος τη χρονιά που καταβάλλεται και δεν θα υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.
Ο Σύνδεσμος Παραγωγών Ενέργειας από Φωτοβολταϊκά αναφέρει από την πλευρά του ότι η «διακοψιμότητα» αποτελεί φόρο υπέρ τρίτων που δεν σχετίζεται με την πραγματική ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος. Αίτημα του ΣΠΕΦ είναι η μείωση των συντελεστών της εισφοράς από 3,6% σε 1,8% για τις εγκαταστάσεις ισχύος άνω των 100 κιλοβάτ και 0,9% για τις μικρότερες.