Του Γιώργου Φιντικάκη
Η ελληνική βιομηχανία παράγει, εξάγει - τουλάχιστον ένα κομμάτι της- αλλά καταφέρνει να επιβιώνει επειδή υπάρχουν εγγενείς δυνάμεις, όχι επειδή το κράτος έχει αντιληφθεί τη σημασία της για την οικονομία. Διαφορετικά θα είχε συσταθεί ξεχωριστό υπουργείο Βιομηχανίας, ανεξάρτητο από το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, όπως φημολογούνταν ότι θα συμβεί πριν από τον ανασχηματισμό του περασμένου Αυγούστου.
Στην πραγματικότητα, κι ενώ όλοι μιλούν για τη 4η Βιομηχανική Επανάσταση, είναι ελάχιστοι όσοι αναφέρουν το αυτονόητο. Αν ο δείκτης παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα είναι τόσο χαμηλός, φταίει ακριβώς ότι λείπουν από τη χώρα βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι μόνες που πολλαπλασιάζουν την παραγωγικότητα και την προστιθέμενη αξία, όχι το εμπόριο και οι υπηρεσίες.
Αλλά για να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση χρειάζεται ένα σχέδιο και κυρίως ένας συνομιλητής με τον οποίο θα κουβεντιάσει η βιομηχανία τις λύσεις που θα την οδηγήσουν στην επόμενη ημέρα, ο οποίος ακόμη απουσιάζει.
Σε μια συγκυρία όπου η ενίσχυση της μεταποίησης αποτελεί τη βασική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όπου οι περισσότερες χώρες διεθνώς, ψάχνουν πως θα αναβαθμίσουν τον τεχνολογικό τους εξοπλισμό, στην Ελλάδα η μεταποίηση ψάχνει ακόμη κάποιον υπουργό για να συζητήσει το θέμα της φορολογίας και του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Τα όσα είπε χθες στην παρέμβασή του ο Μιχάλης Στασινόπουλος της Viohalco, εκ μέρους της «Ελληνικής Παραγωγής», κατά τη παρουσίαση της μελέτης του ΙΟΒΕ για τις προκλήσεις και τις προοπτικές της μεταποίησης, είναι ενδεικτικά για την οπτική με την οποία αντιμετωπίζει τις εξελίξεις ένα σημαντικό τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου που εκφράζεται μέσα από τις θέσεις του.
«Υπάρχει ελλιπέστατη επικοινωνία κράτους-παραγωγής και φυσικά παιδείας-παραγωγής. Κρίνοντας από την ιστορική πορεία αλλά και τη σημερινή κατάσταση, είναι προφανές ότι η αναπτυξιακή προοπτική που προσφέρει η βιομηχανία δεν έχει συγκινήσει τους κυβερνώντες για δεκαετίες. Είναι διαχρονική η παρατήρηση των ανθρώπων της παραγωγής ότι λείπει ο «σύμμαχος» και σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις λείπει ακόμη και ο «συνομιλητής», ανέφερε χαρακτηριστικά χθες ο κ. Στασινόπουλος.
Το μήνυμά του ότι η μεταποίηση χρειάζεται απέναντί της ένα θεσμικό φορέα για να συζητήσει τις «παιδικές ασθένειες» (φόροι, ενεργειακό κόστος), και ότι δίχως αυτόν, οι φωτεινές εξαιρέσεις κάποιων καινοτόμων ελληνικών βιομηχανιών θα παραμείνουν εξαιρέσεις, έχει αποδέκτες τους πάντες.
Στην πράξη αυτό που λέει για πολλοστή φορά ο επιχειρηματικός κόσμος είναι ότι τα μηνύματα (ευκαιρίες και κίνδυνοι), που θέλουν να περάσουν εταιρείες και φορείς, συχνά, είτε αγνοούνται εξαρχής από το κράτος, είτε χάνονται στη πορεία, ανάμεσα σε συναρμοδιότητες και γραφειοκρατία.
Το παράδειγμα του ενεργειακού κόστους
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συμβαίνει τελευταίως με το ενεργειακό κόστος. Σε μια συγκυρία όπου οι ελληνικές ενεργοβόρες επιχειρήσεις πληρώνουν έως και 80% υψηλότερους λογαριασμούς ηλεκτρισμού από την Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, η ΔΕΗ διαπραγματεύεται μαζί τους νέες αυξήσεις.
Στη διαμάχη αυτή η κυβέρνηση αποφάσισε προ μηνών να παρέμβει, δια μέσω του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας Στέργιου Πιτσιόρλα, ο οποίος και φέρεται να πρότεινε στη βιομηχανία αφενός παράταση των εκπτώσεων όγκου και συνέπειας που της παρέχει η ΔΕΗ, αφετέρου όμως και αυξήσεις 10% στα βιομηχανικά τιμολόγια. Η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, όπως ήταν αναμενόμενο κατέληξε σε αδιέξοδο, η μεταποίηση απέρριψε τις προτάσεις Πιτσιόρλα, και ίσως τα πράγματα να μην είχαν φτάσει ως εκεί, αν δεν εμπλέκονταν με το αντικείμενο δύο υπουργεία (Οικονομίας - Ενέργειας), και αν είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες δομές για τη θεσμική συνεργασία κράτους-παραγωγής. Είτε με τη μορφή ξεχωριστού υπουργείου Βιομηχανίας, με ενισχυμένες αρμοδιότητες, είτε με τη θεσμοθέτηση ενός διυπουργικού συμβουλίου για τη βιομηχανία που θα συντονίζει και θα αξιολογεί τις επιπτώσεις όλων των μέτρων πολιτικής στην ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας.
Και οι εγγενείς δυνάμεις
Το ποτήρι της ελληνικής μεταποίησης δεν είναι μισοάδειο. Απλά, είναι τέτοια η απόσταση που αυτή πρέπει να καλύψει από τον ανταγωνισμό, και κυρίως των γειτονικών μας χωρών, ώστε δεν αρκεί που ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2010 ή που η αύξηση της απασχόλησης στη βιομηχανία (+13%) είναι υπερδιπλάσια απ' ότι στο σύνολο της οικονομίας.
Αφενός δεν επαρκούν γιατί η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τον ανταγωνισμό ολοένα και μεγαλώνει, αφετέρου γιατί οι θετικές αυτές επιδόσεις οφείλονται στο ένστικτο επιβίωσης και τις εγγενείς δυνάμεις του ελληνικού επιχειρείν, και όχι επειδή κάποια κυβέρνηση έβαλε το χέρι της. Αρκεί μια ματιά στα επίσημα στοιχεία για τους φόρους, τις εισφορές, και το ενεργειακό κόστος που παραμένουν στο ύψος τους για να αντιληφθεί κανείς ποια ήταν τα τελευταία χρόνια σε όλα αυτά η συμβολή του κράτους.
Το ερώτημα επομένως είναι τώρα που το καράβι πρέπει να στρίψει, αρκούν μόνο αυτές οι εγγενείς δυνάμεις ώστε να αλλάξει πορεία ή χρειάζονται και παρεμβάσεις για να ενεργοποιηθεί αυτή η αργούσα δυναμικότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας;
Το είδος της ελληνικής μεταποίησης που είναι σε θέση να κοιτάξει στα ίσα τους ανταγωνιστές της, δεν έχει ανάγκη από κρατικές ενισχύσεις. Το μόνο που χρειάζεται είναι διαύλους επικοινωνίας με το κράτος.
Αν αυτό δεν επιτευχθεί, δεν πρόκειται η βιομηχανία να πετύχει το στόχο για αύξηση της συμμετοχής της στο εθνικό ΑΕΠ, από 8,7% πέρυσι στο 12% το 2020, που κι αυτός φαντάζει μικρός, μπροστά στο 20% που έχει θέσει η Ευρώπη.