Η Aργεντινή χορεύει τάνγκο με το ΔΝΤ

Η Aργεντινή χορεύει τάνγκο με το ΔΝΤ

Της Μαίρης Βενέτη

Η άνοδος του δολαρίου που επιταχύνθηκε μετά τις 19 Απριλίου, σε συνδυασμό με την προσδοκία για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων εντός του 2018 από την Fed, προσελκύουν κεφάλαια στις ΗΠΑ τις τελευταίες εβδομάδες.

Ταυτόχρονα όμως αυτή η «μετακίνηση» προκάλεσε την πτώση σε βασικά νομίσματα των αναδυόμενων αγορών, όπως της Αργεντινής και της Ινδονησίας, ενώ παράλληλα έδωσε έξτρα ταχύτητα στην πτώση λόγω ενδογενών παραγόντων στα νομίσματα της Τουρκίας και της Ρωσίας.

Είναι ενδεικτικό ότι ο δείκτης MSCI νομισμάτων αναδυόμενων υποχωρεί επί πέντε συνεχόμενες εβδομάδες, με την τουρκική λίρα φυσικά να καταγράφει τη μεγαλύτερη πτώση, καθώς «ροκανίζεται» από τα μεγάλα ελλείμματα της τουρκικής οικονομίας και τον διψήφιο πληθωρισμό.

Την τετράδα της καθόδου συμπληρώνουν το ραντ της Νότιας Αφρικής, το ρούβλι της Ρωσίας και η ρουπία της Ινδίας.

Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου, οι αναδυόμενες αγορές βιώνουν εδώ και μέρες την ταχύτερη εκροή κεφαλαίων από το 2013.

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες μάλιστα, οι εκροές φτάνουν στα 5,5 δισ. δολάρια.

Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα νομίσματα των αναδυόμενων έχουν υποτιμηθεί κατά 3%, δημιουργείται μια αρκετά κακή ψυχολογία, που απέχει βέβαια από το σοκ της άνοιξης του 2013, όταν η FED αποφάσισε να μειώσει τις αγορές ομολόγων, αλλά σίγουρα τις κάνει πιο ευάλωτες εφεξής στα «κακά νέα».

Οι αδύναμοι κρίκοι

Ειδικά η αγορά της Τουρκίας έχει πλέον εισέλθει σε μια εξαιρετικά εύθραυστη ζώνη, με την τούρκικη λίρα γονατισμένη από απώλειες της τάξης του 11% έναντι του δολαρίου, εν έτει 2018.

Εξέλιξη που έχει αναγκάσει την Τράπεζα της Τουρκίας να παρεμβαίνει σχεδόν καθημερινά στην αγορά, επιτρέποντας επιπλέον στις τράπεζες να διατηρούν σε συνάλλαγμα το μεγαλύτερο ποσοστό των κεφαλαίων τους.

Μέχρι στιγμής πάντως οι παρεμβάσεις αυτές το μόνο που έχουν επιτύχει είναι να καθυστερήσουν απλώς την ταχύτητα της πτώσης. Οι φόβοι ότι η τουρκική οικονομία ενδέχεται να σημειώσει επιβράδυνση στο εγγύς μέλλον και η διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, δυστυχώς, καθιστούν οποιαδήποτε παρέμβαση εν κατακλείδι μάταιη.

Όμως και στην περίπτωση της Αργεντινής τα πράγματα δεν είναι καλύτερα.

Οι επενδυτές αμφισβητούν πλέον ανοιχτά τη δυνατότητα της κυβέρνησης να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και να αναχαιτίσει τη λαίλαιπα του πληθωρισμού που μαστίζει τη χώρα, αγγίζοντας το 24%.

Πώς είναι δυνατόν, κάτω από αυτές τις οικονομικές συνθήκες, να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στη χώρα που πτώχευσε το 2001;

Εξαιρετικά δύσκολος και ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας της Αργεντινής, που προσπαθεί στην ουσία με μέσα απελπισίας να ανακόψει την ελεύθερη πτώση του πέσο. Μόνο έτσι μπορούν να δικαιολογηθούν οι συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων.
Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα, είχαμε αύξηση κατά 600 μονάδες βάσης!

Προφανώς και μέσω αυτής της κίνησης κατάφερε η Κεντρική Τράπεζα να ανακόψει την ελεύθερη πτώση του πέσο, αλλά το πρώτο ερώτημα είναι για πόσο!

Το δεύτερο είναι λίγο πιο σύνθετο: Με επιτόκια αυτού του δυσθεώρητου ύψους, τι πιθανότητες έχει αυτή τη χώρα να εισέλθει σε φάση οικονομικής ανάκαμψης; Στις ΗΠΑ έχει ήδη ξεκινήσει η κουβέντα για την ταχύτητα αύξησης των επιτοκίων. Δεν είναι λίγοι οι φορείς της αγοράς που προβλέπουν ταχύτερη και επιθετικότερη αύξηση, γεγονός που θα αυξήσει με τη σειρά του περαιτέρω την ταχύτητα μετακίνησης κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ και συνεπακόλουθα την εκροή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές.

Χθες, ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase & Co., Jamie Dimon, δήλωσε ότι είναι πιθανό η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός των ΗΠΑ να αποδειχθούν αρκετά ισχυρά και έτσι να ωθήσουν την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια περισσότερο από ό, τι πολλοί προβλέπουν. Μάλιστα πρόσθεσε ότι θα ήταν καλό να προετοιμαστούν οι αγορές για yield στο αμερικανικό δεκαετές ομόλογο της τάξης του 4%.

Με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αυξάνει τον δανεισμό της, οι ΗΠΑ θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν μέχρι το τέλος του έτους 400 δισεκατομμύρια δολάρια.

Αν συνυπολογίσουμε ότι εισερχόμαστε σιγά σιγά σε μια περίοδο ποσοτικής σύσφιξης, καθώς θα ακολουθήσουν περικοπές στις αγορές ομολόγων και από άλλες Κεντρικές Τράπεζες, τότε καταλήγουμε σαφέστατα σε αυξημένες πιθανότητες υψηλής μεταβλητότητας στις χρηματαγορές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όλους, αλλά κυρίως για τους πιο αδύναμους του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

κα Μαίρη Βενέτη είναι πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 9 Μαΐου.