Μπορεί το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, οι τιμές των διαμερισμάτων να αυξήθηκαν κατά 8,6%, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2020, όμως, τα βλέμματα είναι στραμμένα στην πορεία των αξιών τα επόμενα τρία τρίμηνα. Κι αυτό επειδή η επίδραση στο μακροοικονομικό κλίμα από τον πόλεμο έγινε περισσότερο ορατή από τον Απρίλιο και μετά, γεγονός που αποτυπώνεται και στη σημαντική αύξηση του πληθωρισμού. Παρά όμως, τον σκεπτικισμό που υπάρχει στο real estate, το θετικό σενάριο, της συνέχισης δηλαδή της ανοδικής πορείας των τιμών είναι και το επικρατέστερο για τη φετινή χρονιά. Δεν αποκλείεται όμως, ο ρυθμός αύξησης να επιβραδυνθεί, τάση που φάνηκε το πρώτο φετινό τρίμηνο, έναντι του αμέσως προηγούμενου οπότε οι τιμές είχαν αυξηθεί κατά 8,6%.
Την ίδια στιγμή, βάσει των στοιχείων του διεθνούς δικτύου της Knight Frank, οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα ενισχύθηκαν κατά 9% το πρώτο τρίμηνο, συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2021, με το συγκεκριμένο ποσοστό να είναι 10,2% σε 56 χώρες που παρακολουθεί το μεσιτικό δίκτυο. Εάν όμως, αποπληθωριστεί η άνοδος των τιμών κατοικιών, το πρώτο τρίμηνο του 2022, συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, τοποθετείται στο 3,7%. Παραμένει όμως, υψηλότερη, εάν συγκριθεί με την άνοδο του 3,3% στις 56 αγορές που αναλύει η Knight Frank.
Επίσης, βάσει των ίδιων στοιχείων, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν τους τελευταίους 12 μήνες, με χρονικό ορίζοντα το πρώτο τρίμηνο του 2022, κατά 10,6% και κατά 8,4% σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Οι αιτίες
Ποιοι παράγοντες όμως, τροφοδοτούν την άνοδο των τιμών; Σε πρώτη ανάγνωση, η άνοδος του κατασκευαστικού κόστους, λόγω των ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες, στηρίζει την αύξηση των αξιών στα νεόδμητα. Είναι, δε, ενδεικτικό ότι το α΄ τρίμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 ο ρυθμός μεταβολής ήταν 10,3% για τα νέα διαμερίσματα, ηλικίας έως 5 ετών, και 7,4% για τα παλαιά, δηλ. ηλικίας άνω των 5 ετών. Επίσης, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, για το 2021, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 7,9%, έναντι αύξησης 4,9% το 2020, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 7,0% το 2021, έναντι αύξησης 4,2% το 2020.
Με άλλα λόγια, η «ψαλίδα» των τιμών μεταξύ των παλαιών και των νεόδμητων διαμερισμάτων διευρύνεται, χωρίς όμως, αυτό να σημαίνει ότι η αξία των πρώτων δεν τραβάει την ανηφόρα. Ο λόγος; Πολλοί αγοραστές που δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν ένα νεόδμητο ακίνητο, στρέφονται στα παλαιότερα ακίνητα και ιδίως σε όσα δεν απαιτούν εκτεταμένη ανακαίνιση.
Επίσης, οι αγοραπωλησίες των τελευταίων χρόνων έχουν περιορίσει σημαντικά το απόθεμα των ποιοτικών ακινήτων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η τιμή όσων βρίσκονται στην αγορά και πληρούν ορισμένες, στοιχειώδεις, έστω, προδιαγραφές. Εάν ακόμη ληφθεί υπόψη ότι η ζήτηση για αγορά παραμένει η επιζητούμενη εναλλακτική έναντι της μίσθωσης-ιδίως σε μία συγκυρία εκτόξευσης των ενοικίων-γίνεται αντιληπτό γιατί οι αξίες θα συνεχίσουν να ενισχύονται.
Από την άλλη πλευρά, ο υψηλός πληθωρισμός, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων που θα αυξήσει το κόστος δανεισμού και άρα θα καταστήσει δυσκολότερη υπόθεση την αγορά σπιτιού, εκτιμάται ότι θα αναχαιτίσουν, ως ένα βαθμό, την αύξηση των τιμών. Ακόμη, οι ευρύτερες ανατιμήσεις έχουν ενισχύσει και το κόστος διαβίωσης με αποτέλεσμα ολοένα και λιγότερο νοικοκυριά να είναι σε θέση όχι μόνο να εξασφαλίσουν τη δική τους στέγη, αλλά και να μετακομίσουν ή να ανακαινίσουν τα υφιστάμενα ακίνητά τους. Με τα δεδομένα αυτά, οι ειδικοί «βλέπουν» διόρθωση, αλλά όχι πτώση των τιμών.