Με μικρές ταχύτητες θα ξεκινήσει η απογείωση της ελληνικής οικονομίας, καθώς μετά από μια χρονιά με μείωση του ΑΕΠ κατά 8,2%, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει για φέτος ανάπτυξη 4,2% και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο 3,8%, ρυθμοί που καλύπτουν μετά βίας το μισό από το χαμένος έδαφος. Το rebound θα είναι πιο εκρηκτικό το 2022 και σύμφωνα με το παραδοσιακά πιο συντηρητικό ΔΝΤ, η Ελλάδα θα εμφανίσει την υψηλότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη με 5%.
Παρ’ όλα αυτά, αν εξετάσει κανείς τις εκθέσεις της ΤτΕ και του ΔΝΤ που είδαν χθες το φως της δημοσιότητας, είναι εύκολο να καταλάβει ότι η ανάπτυξη συνοδεύεται από σημαντικούς αστερίσκους και αρκετές παγίδες. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ επανέρχεται στις γνωστές του προβλέψεις για περιορισμένη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά 1,4% το 2026.
Πρόκειται για μία άκρως απογοητευτική πρόβλεψη αφού με βάση τους υπολογισμούς της ΤτΕ, το 2026 μόνο η ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης (έργα και μεταρρυθμίσεις) θα είναι της τάξης του 7%. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι το ΔΝΤ δεν έχει τρέξει κάποιο μοντέλο που να ενσωματώνει τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και την αναπτυξιακή ώθηση που αυτά θα δώσουν.
Ένα θετικό στοιχείο από την έκθεση του ΔΝΤ είναι η πρόβλεψη για μείωση της ανεργίας στο - και πάλι υψηλό - 15,2% το 2020, όμως για πρώτη φορά η Ελλάδα δεν θα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα, ο Γιάννης Στουρνάρας προειδοποιεί τόσο για τα επιχειρηματικά λουκέτα που θα δούμε όταν θα αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης όσο και για τις θέσεις εργασίας που θα καταργηθούν λόγω του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Οι μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται στις προβλέψεις οφείλονται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη αβεβαιότητα για την πορεία της πανδημίας και την ταχύτητα επιστροφής της οικονομίας σε μία κάποια κανονικότητα. Ειδικά για τη χώρα μας σχετίζονται επίσης με τον πραγματικό αντίκτυπο που θα έχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, τη χαμηλή ορατότητα ως προς την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων και τις γενικότερες συνθήκες που θα επικρατήσουν τα επόμενα χρόνια στις αγορές.
Εκτός από όλα αυτά, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η ελληνική οικονομία προέρχεται από δεκαετή κρίση η οποία επιμηκύνθηκε εξαιτίας της πανδημίας, ενώ συνεχίζει να εμφανίζει δεδομένες αδυναμίες και να πληρώνει το τίμημα ενός αναπτυξιακού μοντέλου που βασίζεται στην κατανάλωση.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ΤτΕ κάνει λόγο για ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες: α) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας, β) την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και γ) την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού τους.
Καταλύτης θα είναι η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για να επιτευχθεί σωρευτική ανάπτυξη 30% έως το 2026, που σημαίνει ότι για πολλοστή φορά δεν θα επιβεβαιωθεί το ΔΝΤ και θα ανέβει επίπεδο η ελληνική οικονομία.
Παρά το αναπτυξιακό σοκ που αναμένεται να καταγραφεί, η ΤτΕ εστιάζει στα πολύ σοβαρά ζητήματα που θα απασχολήσουν τόσο την παγκόσμια όσο και την ευρωπαϊκή κοινότητα στη μεταπανδημική περίοδο.
Επιχειρηματικά «λουκέτα» σε εταιρείες-ζόμπι και διεύρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, ενδέχεται να αποτελέσουν την άλλη όψη της ανάπτυξης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση, «η πρόωρη άρση των μέτρων στήριξης θα ενισχύσει τα φαινόμενα υστέρησης στην αγορά εργασίας, τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων και την καταστροφή κεφαλαίου, ενώ η πιθανή χειροτέρευση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών λόγω της αβεβαιότητας θα δυσχεράνει την εξυπηρέτηση του ήδη υψηλού ιδιωτικού χρέους».
Συγκεκριμένα για τα λουκέτα επιχειρήσεων, καταλύτης θα είναι αναμφίβολα η πανδημία. Και αυτό γιατί πολλές επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν μόλις αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης που εφαρμόζονται εδώ και περίπου ένα χρόνο ενώ οι επιχειρήσεις-ζόμπι θα βγουν από την πρίζα. Επίσης, την ώρα που η ανάπτυξη θα δημιουργεί θέσεις εργασίας, ταυτόχρονα θα αφαιρεί καθώς ο ψηφιακός μετασχηματισμός σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικονομίας θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση θέσεων ανειδίκευτης εργασίας ή χαμηλής εξειδίκευσης.