Τεράστιο ενεργειακό κόστος, φουσκωμένοι λογαριασμοί στα πάντα, πανάκριβο το «καλάθι της νοικοκυράς». Ο πληθωρισμός ανήλθε στο 12,1% τον Σεπτέμβριο και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών έχει ακόμη δρόμο μέχρι να κορυφωθεί και πολύ μακρύτερο δρόμο μέχρι να αρχίσει να υποχωρεί αισθητά. Η παρατεταμένη ακρίβεια έχει ως αποτέλεσμα να εκτινάσσονται προς ιστορικά υψηλά επίπεδα τα έξοδα των νοικοκυριών, παρά τις προσπάθειες περικοπής τους.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021. Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές διαμορφώθηκε την περσινή χρονιά στα 17.037,48 ευρώ ή 6,6% υψηλότερα από το 2020. Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, λοιπόν, ξόδεψε κάθε μήνα του περασμένου έτους 1.419,79 ευρώ για αγορές. Όχι για λογαριασμούς, ούτε για ενοίκια. Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι τα νοικοκυριά που δεν έχουν δικό τους σπίτι δαπανούν το 18,9% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, σε ενοίκιο.
Ξέρετε πόσο ήταν ο πληθωρισμός το 2021; Μόλις 1,2% στο σύνολο του έτους, διότι η ακρίβεια άρχισε να κάνει την εμφάνισή της τους καλοκαιρινούς μήνες και κυρίως προς τον χειμώνα, με τον πληθωρισμό να ανέρχεται τον περασμένο Δεκέμβριο στο 5,1%.
Φέτος, ο πληθωρισμός για το σύνολο του 2022 αναμένεται να κλείσει κοντά στο 7% που με μία απλή αναγωγή, συνεπάγεται ότι η μέση ετήσια δαπάνη για αγορές θα αυξηθεί κατά περίπου 35,7% σε σύγκριση με πέρσι. Επομένως, τα 1.419,79 ευρώ που χρειάζονταν τα νοικοκυριά για τις απαραίτητες μηνιαίες αγορές, έχουν τη δυναμική να γίνουν 1.925 ευρώ. Το ποσό αυτό προκύπτει χωρίς να συνυπολογίσουμε τη σωρευμένη από την πανδημία ζήτηση για ψυχαγωγία και διασκέδαση αφού φέτος άνοιξε πλήρως ο τομέας των υπηρεσιών.
Τα περίπου 1.925 ευρώ που θα δαπανήσουν κατά μέσο τα ελληνικά νοικοκυριά φέτος, με πιθανότερο σενάριο το νούμερο αυτό να αυξηθεί σημαντικά, είναι πολύ κοντά στα 2.100 ευρώ που ήταν η μέση μηνιαία δαπάνη το 2008 και το 2007, χρονιές που η Ελλάδα εμφάνισε το υψηλότερο ΑΕΠ στην ιστορία της με αποτέλεσμα οι Έλληνες να εμφανίσουν τις υψηλότερες καταθέσεις στα χρονικά λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2009.
Σημειώνεται, επίσης, ότι ο πληθωρισμός το 2008 διαμορφώθηκε στο 4,2% ενώ κατά μέσο όρο τη δεκαετία 2000-2009 έτρεξε με 3,1%. Την επόμενη δεκαετία της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ενώ παρέμεινε υψηλός το 2010 και το 2011 με 4,7% και 3,3% αντίστοιχα, κατέρρευσε στη συνέχεια για να γράψει αρνητικές τιμές την τετραετία 2013-2016 (-0,9%, -1,3%, -1,7%, -0,8%). Το 2016, μάλιστα, ήταν και η χρονιά με τη μικρότερη μέση μηνιαία δαπάνη που έχει καταγραφεί για τα νοικοκυριά, στα 1.392 ευρώ.
Σήμερα, ο πληθωρισμός τρέχει με τον υψηλότερο ρυθμό από το 1996 και εκτοξεύει τις δαπάνες των νοικοκυριών σε δυσθεώρητα επίπεδα. Τα επίσημα στοιχεία να δημοσιευθούν από την ΕΛΣΤΑΤ του χρόνου τέτοια εποχή, όμως η εκτίμηση είναι ότι τα μηνιαία έξοδα θα μπορούσαν να ανέλθουν σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί. Σε αυτό αναμένεται να συμβάλει τόσο η ενεργειακή κρίση και ο γενικότερος πληθωρισμός, όσο και η ανάπτυξη η οποία με κεκτημένη ταχύτητα από πέρσι και με την τεράστια ώθηση του τουρισμού θα κλείσει το έτος πάνω από 5%, ενδεχομένως και κοντά στο 6%.
Στο γράφημα που ακολουθεί βλέπουμε ότι η μέση μηνιαία δαπάνη είναι συνάρτηση των οικονομικών συνθηκών, με χαμηλότερο επίπεδο το 2020 εξαιτίας των lockdown. Οι επίσης έκτακτες συνθήκες που κυριαρχούν τη φετινή χρονιά αναμένεται να εκτινάξουν τη μέση μηνιαία δαπάνη προς τα 2.000 ευρώ το μήνα.