Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου*
Οι προτάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για τα εργασιακά έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον τόσο για την ουσία τους όσο και για τον θόρυβο που προκάλεσαν μέσω των αντιδράσεων των κρατιστών και όλων όσοι έπειτα από τόσα χρόνια κρίσης δεν έχουν μπει στον κόπο να αντιληφθούν το πώς λειτουργεί ο κόσμος.
Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή στη χώρα μας είναι η υψηλή ανεργία και συνεπακόλουθα το χαμηλό ποσοστό εργαζομένων επί του συνολικού πληθυσμού. Έτσι στην Ελλάδα απασχολείται μόλις το 39,4% του συνολικού πληθυσμού, την ίδια στιγμή που εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης 14 χώρες έχουν ποσοστό απασχόλησης από 45% ως 50% και 6 χώρες ποσοστό απασχόλησης πάνω από 50%. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανισορροπία που υπάρχει, τον κίνδυνο για το ασφαλιστικό σύστημα και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Αν μάλιστα συνυπολογισθεί και η παράμετρος του διαχωρισμού της απασχόλησης ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, τα συμπεράσματα είναι ακόμα πιο επιβαρυντικά για τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.
Είναι αυτό αποτέλεσμα της κρίσης; Είναι αυτό αποτέλεσμα του μνημονίου; Είναι αυτό αποτέλεσμα της άσκησης «ακραίων φιλελεύθερων» πολιτικών, όπως διατείνεται η κυβέρνηση; Φυσικά και όχι. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ασφυκτικό έλεγχο, στη λεγόμενη κρατική προστασία της εργασίας και στο υπερβολικό καθεστώς ρύθμισης της απασχόλησης μέσω πολύπλοκων γραφειοκρατικών μηχανισμών. Αυτοί οι μηχανισμοί που έχουν ως αυτοσκοπό τη μεγέθυνσή τους, την αύξηση της παρεμβατικότητάς τους και όχι την εξυπηρέτηση των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και των ανέργων.
Η υπερρύθμιση της αγοράς εργασίας, αντί να βοηθάει τις εργασιακές σχέσεις, την προοπτική ανάπτυξης των επιχειρήσεων και την ένταξη των ανέργων στη παραγωγική διαδικασία, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, αυξάνει το κόστος απασχόλησης, λειτουργεί αποτρεπτικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αντιμετωπίζει τους εργαζομένους ως μια ενιαία μάζα και αφήνει το πεδίο ελεύθερο σε κάθε συνδικαλιστική διεκδίκηση που αντιτίθεται στις εξελίξεις και τις αλλαγές της κοινωνίας.
Στο τέλος
Στη λίστα του ΟΟΣΑ για την «προστατευτικότητα» της εργατικής νομοθεσίας, η Ελλάδα φιγουράρει στις υψηλότερες θέσεις, ενώ ταυτόχρονα στη λίστα του δείκτη εργασιακής ευελιξίας ανάμεσα σε 41 χώρες η Ελλάδα κατατάσσεται στην 35η θέση, δίπλα στην Τουρκία. Στην έκθεση του World Economic Forum, ανάμεσα στις 28 ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 27 θέση, ως προς τα προβλήματα που δημιουργεί το ρυθμιστικό πλαίσιο εργασίας, στην υποβοήθηση εξεύρεσης θέσεων απασχόλησης, στον προσδιορισμό του μισθού, στη διασύνδεση αμοιβής και παραγωγικότητας και τις πρακτικές πρόσληψης και απόλυσης.
Θυμάμαι παλαιότερα σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για την έλευση μιας σημαντικής άμεσης ξένης επένδυσης, τον εκπρόσωπο των επενδυτών να υποβάλλει στους νομικούς συμβούλους του απλές ερωτήσεις: Πόσο γρήγορα και εύκολα μπορεί να ιδρυθεί και να λειτουργήσει μια επιχείρηση; Πόσο γρήγορα και εύκολα μπορεί να τερματίσει τις δραστηριότητές της μια επιχείρηση; Πόσο γρήγορα και εύκολα μπορεί μια επιχείρηση να προσλάβει προσωπικό; Πόσο γρήγορα και εύκολα μπορεί μια επιχείρηση να λύσει τις συμβάσεις εργασίας με το προσωπικό της; Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που όχι μόνο χρήζουν απαντήσεων για να γίνει μια επένδυση, αλλά χρήζουν επεξεργασίας και αντιμετώπισης για τον σχεδιασμό της χώρας την επόμενη ημέρα.
Οι έννοιες της υπερεργασίας και της υπερωρίας, οι διαδικασίες ενημέρωσης των εποπτικών αρχών για την ανάγκη υπερωριών, έχουν αναγκάσει τις επιχειρήσεις να δίνουν «δουλειά στο σπίτι» για να αποφύγουν πρόστιμα και τους εργαζομένους από το σπίτι τους μέσω skype να συνεχίζουν τη δουλειά που δεν τελείωσαν στο γραφείο. Η ακαμψία των ρυθμίσεων και η μη προσαρμογή τους στις συνθήκες των αγορών που αλλάζουν, δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από λύσεις. Ειδικά σήμερα με την «gig economy» και την ευελιξία της επιλογής του χώρου και του χρόνου εργασίας, οι αυστηροί νομοθετικοί περιορισμοί μοιάζουν με ξεκούρδιστες χορδές σε βιολί που θέλει να φιλοξενήσει παρτιτούρες υψηλής τεχνικής.
Οι οικονομικές, παραγωγικές, οργανωτικές και τεχνολογικές δομές και ανάγκες των επιχειρήσεων αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα και είναι αναγκαίο να προσαρμόζεται ανάλογα το εργασιακό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η ανάγκη μεταβολής του αριθμού των θέσεων εργασίας μιας επιχείρησης, μπορεί να είναι ακαριαία, μόλις λήξει μια σύμβαση ή φύγει ένας μεγάλος πελάτης ή χαθεί ένα έργο. Η βιωσιμότητα τότε της επιχείρησης δεν μπορεί να κριθεί από τις απαγορεύσεις της εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες δεν βλέπουν ότι οι περιορισμοί μπορεί να οδηγήσουν στο κλείσιμο της επιχείρησης και την επιδείνωση της ανεργίας.
Στόχος θα πρέπει να είναι η εξισορρόπηση ανάμεσα στην προστασία των εργαζομένων και τη βιωσιμότητα της επιχειρηματικότητας, ανάμεσα στις κανονιστικές ρυθμίσεις και τη ελευθερία σύναψης συμβάσεων ανάμεσα στους εργαζομένους και τους εργοδότες. Στόχος θα πρέπει να είναι η απλούστευση και η αποποίηση των διαδικασιών, ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας και η απελευθέρωση του ασφυκτικού πλαισίου της εργασίας. Όπως ανέφερε και ο καθηγητής Ι. Ληξουριώτης στην εισήγησή του για το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, την οποία παρουσίασε στην ημερίδα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, πρέπει να υπάρξουν ταυτόχρονα μια σημαντική ενίσχυση της απασχόλησης, της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης και μια ενίσχυση της βεβαιότητας στον σχεδιασμό της εργασιακής ζωής και της επιχειρηματικής δράσης.
*Ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος είναι οικονοµικός αναλυτής, µε ειδίκευση στον σχεδιασµό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
**Το περιεχόµενο της στήλης είναι καθαρά ενηµερωτικό και δεν αποτελεί σε καµία περίπτωση επενδυτική συµβουλή, ούτε υποκίνηση για συµµετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Τα επενδυτικά προϊόντα και εργαλεία που περιγράφονται και αναλύονται ενέχουν κινδύνους και µπορεί να είναι ακατάλληλα για επενδυτές, µε βάση τα επενδυτικά χαρακτηριστικά τους, τους στόχους τους και την οικονοµική τους κατάσταση. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν µε βάση τις πληροφορίες αυτές
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 17 Μαΐου