Το ποσοστό των επιχειρήσεων που θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα ρευστότητας θα παρουσιάσει σημαντική αποκλιμάκωση – από το 88% στο τέλος του 2020 σε 33% στο τέλος του 2021 – επιστρέφοντας σταδιακά στα προ πανδημίας επίπεδα, αναφέρεται (προσεγγίζοντας δηλαδή το 13% του τομέα που είχε παρατηρηθεί στα τέλη του 2019), σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.
Τα προβλήματα ρευστότητας εκτιμάται ότι θα δημιουργήσουν συνολικές ανάγκες ύψους περίπου 16 δισ. ευρώ, όταν για την προηγούμενη χρονιά το κενό ρευστότητας των επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα 34 δισ.
Ένα μέρος των αναγκών θα καλυφθεί από το κράτος και τον τραπεζικό τομέα με αποτέλεσμα το κενό αυτό χρηματοδότησης να περιοριστεί στα 6,4 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα, κατά 3,3 δισ. ευρώ θα καλυφτεί από τα διαθέσιμο ταμειακό μαξιλάρι των επιχειρήσεων ενώ ακόμα 5,8 δισ. ευρώ θα διατεθούν από τον τραπεζικό τομέα σε συνδυασμό με τα μέτρα πολιτικής που λαμβάνει το κράτος.
Αν μάλιστα εξαιρεθούν οι μακροχρόνια ζημιογόνες επιχειρήσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό, η τραπεζική χρηματοδότηση που θα απαιτηθεί για την κάλυψη υπολειπόμενου κενού περιορίζεται στα 2,2 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας έτσι τη διαχειρισιμότητα των αναγκών για κεφάλαια κίνησης τη φετινή χρονιά, σύμφωνα με την τράπεζα.
Σε επίπεδο κλάδων, το εμπόριο και η βιομηχανία παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με 4,4 και 2,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα (αντανακλώντας το μέγεθος των κλάδων αυτών). Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει τις πιο πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες, καθώς αναμένεται να προσεγγίσουν το 40% των πωλήσεων ξενοδοχείων και εστιατορίων.
Συμπερασματικά, η μελέτη καταλήγει ότι εξασφαλίζοντας το σύνολο των υγιών επιχειρήσεων θα έχει πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα το 2021 (όπως συνέβη και το 2020), φαίνεται ότι συνεχίζει να λειτουργεί το αποτελεσματικό «φρένο» στις δευτερογενείς επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία (που θα προέκυπταν από τη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων).
Σε πιο μεσοπρόθεσμη βάση, όσο απομακρυνόμαστε από την επείγουσα συγκυρία εξασφάλισης της επιβίωσης των υγιών επιχειρήσεων, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί – και με την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης – στην ανάκτηση του επιπέδου των επιχειρηματικών επενδύσεων που μειώθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης (από 10% την περίοδο πριν το 2008 σε λιγότερο από 6% του ΑΕΠ την τελευταία 10ετία) και των αποθεμάτων που μειώθηκαν εν μέσω της πανδημίας (από το 14% το 2018 σε λιγότερο από 12% των πωλήσεων το 2020).
Χρ. Ζ.