Το τρίτο τρίμηνο του έτους αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για την οικονομία καθώς το 60% των εσόδων του τουρισμού εισπράττεται τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, μήνες κατά τους οποίους θα κριθεί το βάθος της ύφεσης. Στην περίπτωση που η οικονομία συρρικνωθεί το επίμαχο τρίμηνο κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, η ύφεση θα διαμορφωθεί στο -8% σε ετήσια βάση.
Κάθε αύξηση πάνω από το ποσοστό αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ύφεση της ελληνικής οικονομίας κάτι που σηματοδοτεί αρνητικές εξελίξεις στην αγορά, την απασχόληση κι τα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών:
- Το πρώτο τρίμηνο του έτους η ύφεση είχε υπολογιστεί στο 2,6%. Η Στατιστική Υπηρεσίας όμως δίνει μια καλύτερη εικόνα της οικονομίας καταγράφοντας ύφεση 0,9%.
- Το δεύτερο τρίμηνο είναι και το χειρότερο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του οικονομικού επιτελείο, η ύφεση θα έφθανε 15,7% ωστόσο ήταν ελαφρώς χαμηλότερη και συγκεκριμένα στο 15,2. Σημειώνεται ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2019 ήταν και το καλύτερο του έτους
- Το μεγάλο στοίχημα ωστόσο είναι οι εξελίξεις στο τρίτο τρίμηνο του έτους. Στο κακό σενάριο το υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει για το τρίτο τρίμηνο του έτους μείωση του ΑΕΠ κατά 6%.Σε αυτή την περίπτωση το ΑΕΠ απειλείται με συρρίκνωση 8%.
- Στο τελευταίο τρίμηνο, με βάση τις υποθέσεις, το ΑΕΠ θα υποχωρήσει 3 ποσοστιαίες μονάδες στο καλό σενάριο και 5% στο αρνητικό σενάριο.
Προκειμένου πάντως να περιορισθεί η ύφεση σκοπεύει μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής άνω του 1 δισ. ευρώ, της απόδοσης των αναδρομικών στους συνταξιούχους ύψους 1,4 δισ. ευρώ να περιορίσει το βάθος της ύφεσης. Δηλαδή, μέσω της τόνωσης της αγοράς θα επιχειρηθεί η ύφεση να διατηρηθεί το χειρότερο στα επίπεδα του 8%.
Πάντως η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι οι εξελίξεις θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερες δεδομένου ότι η οικονομία βρισκόταν σε καραντίνα το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Μάλιστα υποστηρίζουν ότι στην αρχή της πανδημίας, οι περισσότεροι εκτιμούσαν ότι η Ελλάδα θα βρεθεί σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση λόγω της έντονης εξάρτησης από τον τουρισμό. Ωστόσο, τα δημοσιευμένα δεδομένα για το ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο 2020 αλλάζουν τα δεδομένα με την Ελλάδα να βρίσκεται πολύ κοντά στο μέσο όρο της Ευωζώνης.
Όπως αναφέρουν από την κυβέρνηση πρωταρχικός καθοριστικός παράγοντας της μείωσης του ΑΕΠ ήταν η διάρκεια κλειδώματος και η ταχύτητα επιστροφής στην «κανονικότητα». Η Ελλάδα τα πήγε καλά και στις δύο μετρήσεις.
Σύμφωνα με τις ενδιάμεσες εκτιμήσεις της Eurostat (flash estimates), που δεν συμπεριλαμβάνουν τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και τα στοιχεία ορισμένων ακόμα κρατών-μελών, ο μέσος όρος μεταβολής του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη το δεύτερο τρίμηνο του 2020 ήταν -15,0% και στην Ε.Ε -14,1%
.Συνεπώς, το δεύτερο τρίμηνο του 2020 η ελληνική οικονομία βρίσκεται στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωζώνης, κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. και παρουσιάζει αισθητά χαμηλότερη ύφεση από μεγάλες χώρες, όπως η Ισπανία (-22,1%), η Γαλλία (-19%) και η Πορτογαλία (-16,3%).
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι το πρώτο εξάμηνο του 2020 έκλεισε με μικρότερη μείωση του ΑΕΠ στη χώρα μας (-7,9%), σε σύγκριση με τους μέσους όρους της Ευρωζώνης (- 9,1%) και της Ε.Ε. (-8,3%).
Πηγή του υπουργείου Οικονομικών επισημαίνει ότι το γεγονός ότι τα σημερινά στοιχεία βρίσκονται εντός των προβλέψεων του Υπουργείου Οικονομικών δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες που πιθανώς να τροποποιήσουν στο μέλλον τις αρχικές εκτιμήσεις μας. Λόγω της μεγάλης συμβολής του τουρισμού στο ΑΕΠ, ιδιαίτερη βαρύτητα για την ελληνική οικονομία έχει το τρίτο τρίμηνο του έτους.
Η ίδια πηγή επισημαίνει πως με τα σημερινά δεδομένα, δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις των μεγάλων οργανισμών στην αρχή της κρίσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κ.λπ.), σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα θα κατέγραφε τη μεγαλύτερη ύφεση στην Ε.Ε. το 2020, και δεν υπάρχει λόγος να αλλάξουμε, επί του παρόντος, την εκτίμησή μας για την ετήσια πορεία του ΑΕΠ το 2020.