Αναθέρμανση του ενδιαφέροντος απο επενδυτές για συμμετοχή στο έργο του Ελληνικού έχει προκαλέσει η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης και της Lamda Development.
Το ενθαρρυντικό αυτό στοιχείο επισημαίνει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Οδυσσέας Αθανασίου με δηλώσεις του στη Ναυτεμπορική λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο έχει αλλάξει το κλίμα από τη στιγμή της ανακοίνωσης ότι προχωράμε. Έχω δεχθεί δεκάδες τηλεφωνήματα από ξένους επενδυτές που επιθυμούν να επενδύσουν και να συμμετέχουν στα επιμέρους έργα στο Ελληνικό.
"Το ενδιαφέρον για την Ελλάδα έχει αναζωπυρωθεί" αναφέρει ο επικεφαλής της Lamda, και επεξηγεί τα στάσιο που απομένουν προκειμένου να μεταβιβστούν οι μετοχές της Ελληνκό ΑΕ και να μπουν οι μπουλντόζες στο χώρο και να αρχίσει η κατασκευή του έργου.
Απευθύνει μάλιστα ανοικτή πρόσκληση σε όλους τους Ελληνες επιχειρηματίες που θέλουν να συμμετάσχουν στην επένδυση του Ελληνικού»
Σχετικά με τα όσα χρειάζονται ώστε να καταβληθούν στο Δημόσιο και τα πρώτα 300 εκατ. ευρώ του τιμήματος είναι, Να εγκριθεί η σύμβαση που έχει υπογραφεί από τη Βουλή. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) να δώσει το «πράσινο φως» στο Master Plan του έργου. Μετά την έγκριση του ΣτΕ και τη μεταβίβαση των μετοχών ακολουθούν οι πολεοδομικές και οικοδομικές άδειες για το κάθε τμήμα του έργου.
Κατά τον επικεφαλή της εταιρίας, «αν το Δημόσιο επιδείξει τη σπουδή που χρειάζεται, είναι δυνατόν να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα ώστε να φθάσουμε στο σημείο της μεταβίβασης των μετοχών και να αρχίσει η υλοποίηση του έργου. Το ισχυρό κίνητρο όλων μας είναι οι 10.000 θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν αμέσως μετά» υπογραμμίζει ο επικεφαλής της Lamda.
Υπογραμμίζει μάλιστα ότι ανάπτυξη του Ελληνικού δεν αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας περίκλειστης προνομιούχου περιοχής, αλλά μιας ευρείας και προσπελάσιμης ζώνης, όπου κάτοικοι και επισκέπτες θα μπορούν να επισκέπτονται, να χρησιμοποιούν και να απολαμβάνουν μέσα από τις διάφορες δυνατότητες για άθληση, ξεκούραση κ.λπ. που θα δημιουργηθούν.
Όσον αφορά δε τα οικονομικά οφέλη, αναφέρει πως οι επενδυτές βάσει της σύμβασης θα αποδίδουν στο ελληνικό Δημόσιο το 30% των καθαρών κερδών της επένδυσης, έπειτα από μια απόδοση 15%, για τα 99 χρόνια της διάρκειας της σύμβασης.