Του Γιώργου Φιντικάκη
Στην πραγματική οικονομία δεν γίνονται θαύματα, και ακόμη και αν γλιτώσουν προς το παρόν οι συντάξεις, η μείωση τους είναι θέμα χρόνου, όσο η ανάπτυξη θα συνεχίζει να βασίζεται τον τουρισμό, και όχι στις επενδύσεις, καθιστώντας αμφίβολο το φετινό στόχο του 2,1%.
Το πραγματικό πρόβλημα αυτής της οικονομίας, πίσω από τη συζήτηση για το αν θα περικοπούν ή όχι οι συντάξεις, βρίσκεται στην αδυναμία προσέλκυσης νέων κεφαλαίων, ελληνικών και ξένων, που σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, φέτος αναμένεται να αυξηθούν, με το σχεδόν μηδενικό… 0,8% έναντι ισχυρής ανόδου 11,1%, όπως προέβλεπε το Μεσοπρόθεσμο του Ιουνίου.
Τα παραπάνω μεταφράζονται στο αστείο ποσό των... περίπου 200 εκατ. ευρώ, αναδεικνύοντας το μεγάλο πρόβλημα της χώρας στην οποία, αφού δεν επενδύουν οι ίδιοι οι Έλληνες επιχειρηματίες, είναι παράλογο να το περιμένουμε από τους ξένους.
Σε τελικά νούμερα, αυτή η μηδενική αύξηση μεταφράζεται σε αύξηση των επενδύσεων από τα 22,2 δισ ευρώ του 2017, στα περίπου 22,4 δισ ευρώ φέτος, επιβεβαιώνοντας την κριτική ότι παρά τις προσδοκίες που είχαν αρχικά καλλιεργηθεί, τελικά θα πρόκειται για μια ακόμη χαμένη χρονιά στο συγκεκριμένο τομέα.
Το ενδιαφέρον ωστόσο ερώτημα είναι σε πόσο χαμένο ΑΕΠ, που θα μπορούσε να στηρίξει νέες δουλειές, μεταφράζονται οι επενδύσεις οι οποίες δεν θα γίνουν φέτος, διαψεύδοντας τις αρχικές εκτιμήσεις.
Αν οι επενδύσεις ύψους 22,2 δισ του 2017, αυξάνονταν φέτος με ρυθμό 11,1%, σύμφωνα με τη πρόβλεψη του Μεσοπρόθεσμου, η οποία δεν είναι υπερβολική ειδικά για χώρα εξερχόμενη από βαθιά ύφεση, τότε θα προστίθεντο περίπου 2,4 δισ. ευρώ στην οικονομία. Αφαιρώντας τα 200 εκατ. ευρώ της φετινής επίδοσης, προκύπτει ότι απωλέσαμε επενδύσεις, ύψους 2,2 δισ. ευρώ.
Πόσο θα μπορούσε να είναι το φετινό ΑΕΠ
Από εκεί και πέρα, για να υπολογίσει κανείς τη συμμετοχή των επενδύσεων στη μεγέθυνση του ΑΕΠ μιας χώρας, πρέπει να λάβει υπόψιν του ένα πολλαπλασιαστή, που σύμφωνα με τους οικονομολόγους ποικίλει ανάλογα με τη χρονιά και τη κατάσταση της κάθε οικονομίας, αλλά ένας μέσος όρος κινείται γύρω στο 1,3.
«Κάνοντας αυτή την άσκηση, προκύπτει ένα νούμερο γύρω στα 3 δισ ευρώ. Τόση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η ανάπτυξη που χάθηκε από την αδυναμία της Ελλάδας να προσελκύσει για μια ακόμη χρονιά φρέσκο νέο χρήμα, εγχώριο ή από το εξωτερικό», όπως εξηγεί στο Liberal.gr, ο Κώστας Μελάς, καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στην πράξη, όπως ο ίδιος λέει, το φετινό ΑΕΠ που σύμφωνα με την πρόβλεψη της κυβέρνησης θα αυξηθεί 2,1%, και άρα θα κλείσει γύρω στα 191 δισ ευρώ, θα μπορούσε κάλλιστα να φτάσει στα 194 δισ. ευρώ.
Το χειρότερο είναι ότι η φετινή ανάπτυξη θα προέλθει και πάλι από τη μεγέθυνση της κατανάλωσης που συνεχίζει το καλύπτει το 70% του ΑΕΠ, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει υστέρηση των επενδύσεων, που αποτελούν φορείς τεχνολογίας και νέας συσσώρευσης κεφαλαίων, παράγοντες που τόσο πολύ έχει ανάγκη η χώρα για τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, και για την οποία όλοι μιλούν, αλλά λίγα βλέπουμε.
Eurostat : Τελευταία η Ελλάδα μεταξύ των 28
Σαν εικόνα, η φετινή επίδοση στις επενδύσεις, είναι χειρότερη απ' ότι του 2017, όπου αυτές είχαν αυξηθεί κατά 9,7%, δίχως ωστόσο να ξεκολλήσει η Ελλάδα από την τελευταία θέση της κατάταξης, όπως προκύπτει από τα τελικά στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύτηκαν προ μερικών εβδομάδων.
Σε μια στιγμή που οι γείτονές μας, όπως Βουλγαρία και Ρουμανία, και άλλες χώρες της ΝΑ Ευρώπης συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, όπου οι επενδύσεις αντιστοιχούν στο 20,6% του ΑΕΠ, εμείς συνεχώς αποκλίνουμε.
Σύμφωνα με την Eurostat, η χώρα με τη χαμηλότερη πέρυσι συμμετοχή επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ, ανάμεσα στις 28, ήταν η Ελλάδα με ποσοστό 11,7% του ΑΕΠ. Δηλαδή για κάθε 100 ευρώ παραγόμενου ΑΕΠ στην Ελλάδα, ούτε τα 12 ευρώ δεν προήλθαν από επενδύσεις, όταν σε άλλες χώρες το αντίστοιχο ποσοστό έφτασε τα 20 και τα 30 ευρώ (Ιρλανδία).
Στη γειτονιά μας, όλες σχεδόν οι χώρες αύξησαν την επενδυτική τους επίδοση με ρυθμούς πολύ μεγαλύτερους από τους ελληνικούς, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τη Σλοβενία (17,6% του ΑΕΠ), τη Βουλγαρία (18,6%), την Κροατία (19,6%) και τη Σλοβακία (21,20%).