Του Βασίλη Γεώργα
Στα 45 δισ. ευρώ μετριέται πλέον η «αποεπένδυση» που συντελέστηκε την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, και ενώ έχει υπολογιστεί ότι χρειάζεται το αστρονομικό ποσό των 100 δισ. ευρώ σε πραγματικές επενδύσεις μέχρι το 2022 μόνο και μόνο για να ανακτηθούν τα χαμένα, η χώρα δεν διαθέτει ακόμη καν Επενδυτικό Νόμο!
Στην επιχειρηματική κοινότητα υπάρχουν αυτή τη στιγμή εταιρείες θέλουν να επενδύσουν, αλλά η Πολιτεία δεν τους δίνει το παραμικρό κίνητρο. Ο Αναπτυξιακός Νόμος που θα έπρεπε να έχει θεσπιστεί από την πρώτη περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει καν παρουσιαστεί, δεν έχει βγει σε διαβούλευση και Κύριος οίδε πότε θα κατατεθεί στη Βουλή, πότε θα ψηφιστεί και πότε θα τεθεί σε εφαρμογή.
«Είμαστε μια εξαγωγική εταιρεία και έχουμε πλάνο σημαντικών επενδύσεων. Οι Τράπεζες κλειστές και κανένας επενδυτικός νόμος σε ισχύ!! Ας ψηφίσουν ένα επενδυτικό νόμο τουλάχιστον που θα δίνει κίνητρο της επανεπένδυσης κερδών. Τουλάχιστον οι λίγες εταιρείες που έχουν κάποια κέρδη να τα επανεπενδύουν και να μην τα ρίχνουν στον καιάδα» μας έγραψε χθες ο διευθύνων σύμβουλος μιας μεσαίας βιομηχανίας της Αττικής ο οποίος δικαίως αναρωτιέται τι συμβαίνει.
Την ίδια ημέρα που έφτασε το e-mail του επιχειρηματία στο Liberal, οι αρμόδιοι επί των Οικονομικών και των επενδύσεων υπουργοί Τσακαλώτος και Σταθάκης πέταγαν τη μπάλα στην εξέδρα λέγοντας ότι πρέπει επιτέλους να κλείσει η αξιολόγηση για να αλλάξει πλέον η ατζέντα από τα μέτρα στην ανάπτυξη. Λες και η αξιολόγηση είναι ο άσος στο μαγικό καπέλο της κυβέρνησης που από την επόμενη θα φέρει αυτόματα την ανάπτυξη αν δεν έχει από πριν στρωθεί το έδαφος ώστε να πάψει να θυμίζει καμένη γη.
Φτάσαμε στο σημείο πλέον οι επενδύσεις στην Ελλάδα να είναι κάτω από 20 δισ. ευρώ το χρόνο. Πέρυσι σύμφωνα με στοιχεία της χθεσινής τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ οι επενδύσεις στη χώρα διαμορφώθηκαν σε μόλις 19,4 δις. ευρώ. Είναι η χαμηλότερη επίδοση που έχει καταγραφεί εδώ και δεκαετίες. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στις καλύτερες εποχές της οικονομίας, το 2007, το αντίστοιχο ποσό των επενδύσεων ήταν 65 δις. ευρώ και αντιστοιχούσαν στο 27% του ΑΕΠ.
Σήμερα ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν πέσει μόλις στο 10% αφού κανείς δεν βάζει τα λεφτά του σε μια οικονομία που έχει καταρρεύσει και στην οποία δεν υπάρχει καμία αποδεδειγμένη πολιτική βούληση και σχέδιο -όχι τώρα αλλά από την αρχή της κρίσης- να σηκωθεί όρθια. Αντί για το Αναπτυξιακό Σχέδιο που είχε συμφωνήσει να παρουσιάσει η κυβέρνηση στο πλαίσιο του Μνημονίου για τον Μάρτιο, ακόμη μετράμε λουκέτα στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τις υπηρεσίες και το σχέδιο παραπέμπεται από την κυβέρνηση για «μετά την αξιολόγηση».
Αντί για μοντέλο Αναπτυξιακών Τραπεζών ως «παράλληλο σύστημα» που θα λειτουργεί υποστηρικτικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις μεγάλες επενδύσεις υποδομών ελλείψει χρηματοδότησης από τις εμπορικές τράπεζες, περιμένουμε ακόμη να υλοποιηθούν οι εξαγγελίες για τη μετεξέλιξη του ΕΤΕΑΝ και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων σε Αναπτυξιακή Τράπεζα που έχει ήδη δρομολογηθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις. Αντί να έχουμε κλείσει πρώτη θέση ως χώρα στο περιβόητο πακέτο Juncker που χρηματοδοτεί ιδιωτικές επενδύσεις και ΣΔΙΤ για τη δημιουργία υποδομών και ήδη έχει δώσει τις πρώτες εγγυήσεις σε 22 από τις 28 χώρες της Ε.Ε, εμείς ακόμη «ξεσκαρτάρουμε» τις παλιότερες προτάσεις και σπεύδουμε ασθμαίνοντας τελευταίοι και καταϊδρωμένοι να υποβάλουμε τις πρώτες προτάσεις (42 σχέδια προϋπολογισμού 5,6 δις. ευρώ εγκρίθηκαν χθες στο ΚΥΣΟΙΠ) για εξέταση χρηματοδότησης στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Τουλάχιστον κάποιοι ιδιώτες έχουν ήδη υποβάλει τα δικά τους σχέδια τα οποία βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο και δεν αποκλείεται σχετικά γρήγορα να ακουστεί και κάποιο καλό νέο.
Υπάρχει -ευτυχώς- το ΕΣΠΑ που είναι το μοναδικό χρηματοδοτικό εργαλείο το οποίο έχει αρχίσει τρέχει έστω και μετά από τις καθυστερήσεις που προκάλεσε το ξεκαθάρισμα από τις υπερδεσμεύσεις κονδυλίων του παρελθόντος. Το έντονο ενδιαφέρον υποψήφιων επενδυτών για τα πρώτα προγράμματα που έχουν προκηρυχθεί (π.χ στο πρόγραμμα των πτυχιούχων που παρατάθηκε υπάρχουν ενδείξεις για πάνω από 13.000 ενδιαφερόμενους ενώ σε αυτό για τις νεοφυείς επιχειρήσεις για πάνω από 3.000) δείχνει ότι η αγορά διψά για χρηματοδότηση και υποστήριξη.
Το κρίσιμο εργαλείο όμως για να κινητοποιηθούν μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, ο νέος Επενδυτικός Νόμος, λείπει χωρίς κανείς να ξέρει πότε θα ενεργοποιηθεί και τι ακριβώς θα περιλαμβάνει, παρότι φέτος σύμφωνα με τις προβλέψεις όλων των εγχώριων και διεθνών οικονομικών οργανισμών, η οικονομία οδεύει σε ύφεση κοντά στο 1%, αύξηση της ανεργίας στο 25,2% και νέα μείωση των επενδύσεων κατά 4-5% ακόμη και στο καλό σενάριο που κλείσει η αξιολόγηση.
Ο ΣΕΒ και άλλοι επιχειρηματικοί φορείς, έχουν κατά καιρούς προτείνει πλαίσια κινήτρων που πάνε ίσως αρκετά πιο μακριά από τις δυνατότητες της κυβέρνησης ή τους δημοσιονομικούς στόχους είσπραξης εσόδων, αλλά αντιμετωπίζουν με πραγματισμό τις ανάγκες των επιχειρήσεων για να κινητοποιήσουν επενδύσεις. Πόσο δύσκολο είναι λ.χ να μειωθεί ο φορολογικός συντελεστής στο 20% από το 29% για τις μεγάλες επενδύσεις άνω των 100 εκατ. ευρώ ή σε όσες δημιουργούν πάνω από 1.000 θέσεις εργασίας ή γιατί δεν αυξάνεται λ.χ η δυνατότητα συμψηφισμού των ζημιών με μελλοντικά κέρδη για περισσότερα από τα πέντε χρόνια προκειμένου να διευκολυνθούν νέες επενδύσεις σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον;
Η κυβέρνηση προτιμά –και καλώς πράττει στην παρούσα συγκυρία- να αυξήσει κατά 50% τον φόρο στα μερίσματα (από 10% σε 15% ενώ μέχρι το 2013 ήταν 25%) αλλά δεν προνοεί να θεσπίσει κίνητρο για την επανεπένδυση των κερδών μειώνοντας τον σχετικό φόρο από τα επίπεδα του 26% που βρίσκεται σήμερα.
Προτάσεις και εισηγήσεις υπάρχουν πολλές. Τόσα χρόνια πια ξέρουμε τι έχει πάει λάθος και τι πρέπει να γίνει. Αυτό που λείπει εκτός από τα εργαλεία, είναι η βούληση. Όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η βούληση των ιδιωτών που αποδεδειγμένα έχουν τα λεφτά στην άκρη.