Δυσκολότερη από το αναμενόμενο χαρακτηρίζει η Handelsblatt την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, καθώς το υπέρογκο δημόσιο χρέος ύψους πάνω από 180% του ΑΕΠ, η ακόμη ασθενής ανάπτυξη, τα υψηλά ρίσκα που εγκυμονούν για τις ελληνικές τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι αμφιβολίες για τη μεταρρυθμιστική βούληση της κυβέρνησης συνεχίζουν να επιβαρύνουν τη φερεγγυότητα της χώρας.
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, «για πρώτη φορά από το τέλος του προγράμματος βοήθειας πριν από πέντε μήνες η Ελλάδα τολμά να ξαναβγεί στις αγορές. Η Ελλάδα βολιδοσκοπεί τις ορέξεις των επενδυτών με την έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου» αναφέρει η Handelsblatt. Το νέο ομόλογο που θα λήξει τον Απρίλιο του 2024 μπορεί να κυμανθεί από δύο έως τρία δις ευρώ, αναφέρει η εφημερίδα σημειώνοντας ότι ειδικοί αναμένουν το επιτόκιο να κινηθεί μεταξύ 3,5% και 3,75%. Αυτό θα αποτελούσε μεν την υψηλότερη αξία πενταετούς ομόλογο στην ευρωζώνη, ωστόσο για τον Αλέξη Τσίπρα θα ήταν μια πολιτική επιτυχία, παρατηρεί η εφημερίδα. «(…) H Eλλάδα βγήκε από τέλος Αυγούστου της περασμένης χρονιάς από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης».
Ωστόσο, παρατηρεί η HB, οι συνθήκες για την έκδοση του ομολόγου στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι ευνοϊκές. «Μετά την επίλυση της διαμάχης Ιταλίας-ΕΕ για τον ιταλικό προϋπολογισμό, οι αποδόσεις ομολόγων των προβληματικών χωρών της ευρωζώνης μειώθηκαν.
Η οικονομική εφημερίδα σημειώνει ότι είναι σημαντικό η Ελλάδα να συγκεντρώσει χρήματα από τις αγορές προκειμένου να οικοδομήσει κλίμα εμπιστοσύνης με τους επενδυτές.
«Πολλοί επενδυτές εξακολουθούν να νιώθουν το σοκ από το ελληνικό κούρεμα χρέους του 2012. Τότε οι ιδιώτες επενδυτές έπρεπε να παραιτηθούν από το 53,5% των απαιτήσεών τους. Η προϊστορία αυτή καθιστά λοιπόν τόσο δύσκολη την επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές. Η έκδοση πενταετούς ομολόγου είναι μόνο ένα βήμα σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι», αναφέρει.