Του Γιώργου Φιντικάκη
Την εικόνα μιας χώρας σε μόνιμη στάση αναμονής, δίχως δυναμική και ενδείξεις εκτίναξης του ελατηρίου, κι όλα αυτά ενώ φαίνεται να εξασθενεί η ανταπόκριση στις προεκλογικές παροχές, αποτυπώνει το «χαμηλό βαρομετρικό» στο οικονομικό κλίμα για το Μάρτιο, το οποίο ανακοίνωσε το ΙΟΒΕ.
Το οικονομικό κλίμα παραμένει καθηλωμένο στις 101,3 μονάδες, δηλαδή στα επίπεδα του Φεβρουαρίου, με την ελαφρά άνοδο της καταναλωτικής εμπιστοσύνης να εξισορροπεί την επιδείνωση στη βιομηχανία και στο λιανικό εμπόριο.
Συνολικά το οικονομικό κλίμα βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με εκείνα του Σεπτεμβρίου 2018, πρώτου μεταμνημονιακού μήνα, και αρκετά χειρότερα απ' ό,τι τον Ιούλιο 2018, προτελευταίο μήνα του 3ου προγράμματος. Τότε, το οικονομικό κλίμα είχε μετρηθεί στις 105,3 μονάδες.
Το λογικό θα ήταν να συνέβαινε το αντίστροφο, δηλαδή τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μιας χώρας που βγήκε από μια πολυετή μνημονιακή περιπέτεια να αντιμετωπίζουν το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία, ωστόσο αυτό δεν προκύπτει.
Το επιβεβαιώνει το γεγονός ότι παρά τη μικρή βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, οι Έλληνες παραμένουν οι πλέον απαισιόδοξοι στην ΕΕ, με δεύτερους τους Βούλγαρους, ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν οι Ρουμάνοι, οι Ιταλοί, και οι Πορτογάλοι.
«Η μικρή πλέον απόσταση από τις εκλογές του Μαΐου συντηρεί τη συνήθως παρατηρούμενη ευφορία μεταξύ των νοικοκυριών κατά την προεκλογική περίοδο», αναφέρει χαρακτηριστικά το ΙΟΒΕ, προσθέτοντας ωστόσο πως «η συνέχιση της τάσης αναμονής στις προσδοκίες δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη», εννοώντας ότι η ανταπόκριση στις εξαγγελίες, σταδιακά φθίνει.
Στην ουσία, επτά μήνες μετά τη μνημονιακή έξοδο και παρά το γενικότερο κλίμα παροχών, νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν πιστεύουν ότι συντρέχουν οι προσδοκίες για καλύτερες ημέρες, αφού τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια, ούτε συντρέχουν ουσιώδεις αλλαγές στην ακολουθούμενη πολιτική.
«Μετά από την έξοδο το καλοκαίρι, από το τελευταίο πρόγραμμα, το κλίμα κινείται οριζόντια», σημειώνει η έκθεση, τονίζοντας ότι «ουσιαστικές και μη αναμενόμενες μεταβολές δεν έχουν επέλθει στην οικονομική πολιτική, με εξαίρεση τη διάσταση ορισμένων παροχών και επιδομάτων» και προσθέτοντας ότι η «πρόσφατη έξοδος του Δημοσίου στις αγορές, με έκδοση 10ετούς ομολόγου, για πρώτη φορά από το 2010 και επιτόκιο ελαφρώς χαμηλότερο του 4%, αντανακλά σταδιακά ανερχόμενη εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας».
Αλλά, όπως προειδοποιεί η έρευνα, «η χώρα απέχει σημαντικά από την επενδυτική βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης και την ομαλή χρηματοδότησή της, υπάρχει καθυστέρηση στην εφαρμογή της συμφωνίας μετα-μνημονιακής παρακολούθησης, ενώ ταυτόχρονα τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό και λοιπό οικονομικό περιβάλλον δείχνουν τάση για σχετική επιδείνωση».
Συμπερασματικά το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι η συνέχιση της τάσης αναμονής στις προσδοκίες δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη και θα εξαρτηθεί την προσεχή περίοδο από τις επιμέρους αποφάσεις πολιτικής και την εφαρμογή εκκρεμουσών μεταρρυθμίσεων (όπως για τη διαχείριση «κόκκινων δανείων», τη διευθέτηση ληξιπρόθεσμων οφειλών στο δημόσιο και άλλα), καθώς και τις εξελίξεις στις δημοσιονομικές επιδόσεις.