Του Γιώργου Φιντικάκη
Σε μια στιγμή όπου η κυβέρνηση βρίσκεται σε απόλυτη περιδίνηση μετά την τραγωδία στην Αττική, και το μοναδικό ερώτημα είναι το εύρος του πολιτικού κόστους που αυτή θα εισπράξει, φυσιολογικό είναι οι περιπέτειες της οικονομίας να έχουν εκ των πραγμάτων, ξεχασθεί.
Καθώς όμως ο χρόνος δεν σταματά, και σε τρεις περίπου εβδομάδες από σήμερα, η Ελλάδα αποφοιτά από το 3ο και επαχθέστερο όλων μνημόνιο, τα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα θα επανέλθουν στην επικαιρότητα, δριμύτερα, και οι απαντήσεις δεν θα είναι ευχάριστες.
Αν κρίνει κανείς από τις προβλέψεις των ειδικών, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει για πολύ καιρό μετά τις 21 Αυγούστου, τις χαμηλές της πτήσεις, δίχως οι εκτιμήσεις να αφήνουν πολλά περιθώρια για αισιοδοξία. Απουσία δυναμισμού, παλαιές και καινούργιες παθογένειες, αναιμική ιδιωτική κατανάλωση λόγω συνέχισης της λιτότητας (υπερφορολόγηση, περικοπή συντάξεων, αφορολόγητου), μέτριες επιδόσεις στις επενδύσεις και στις μεταρρυθμίσεις, είναι μερικές από τις προβλέψεις των ειδικών, συνθέτοντας την εικόνα ενός ταλαιπωρημένου ελατηρίου που δεν πρόκειται να εκτιναχθεί.
Απέχοντας πάρα πολύ από τη δυναμική άλλων χωρών που βγήκαν από τα μνημόνια, η Ελλάδα θα συνεχίσει να σέρνεται με ανάπτυξη γύρω στο 2%, και μόνο στα όνειρά της η κυβέρνηση θα βλέπει ρυθμούς 4% και 4,8%, σαν την ανάπτυξη που έζησαν η Κύπρος και η Ιρλανδία στο έτος που ακολούθησε τις δικές τους εξόδους.
Αντίθετα απ' αυτό που θα περίμενε κανείς για την Ελλάδα, δηλαδή μιας δυναμικής «επιστροφής» μετά από τόσα χρόνια ύφεσης, δημοσιονομικής προσαρμογής, εξάλειψης των δίδυμων ελλειμμάτων, και υιοθέτησης τόσων μεταρρυθμίσεων (έστω κι αν πολλές παραμένουν στα χαρτιά), εντούτοις οι προβλέψεις περιορίζονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Τίποτα δεν δείχνει ότι η οικονομία έχει τον απαιτούμενο δυναμισμό ώστε να αφήσει πίσω της οριστικά το αποτύπωμα της κρίσης. Αν κάποιος τη συγκρίνει με τις περιπτώσεις των άλλων χωρών που ήταν σε μνημόνια, διαπιστώνει ότι πρόκειται για μια χώρα κουρασμένη, που εξακολουθεί να «κουβαλά» μέρος των αδυναμιών του παρελθόντος.
Δεν είναι όμως μόνο αυτοί οι λόγοι για τους οποίους εκλείπει ο δυναμισμός. Ούτε το εξαιρετικά περιοριστικό πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060, μαζί με τη συνεχή συρρίκνωση της απασχόλησης, που επιτείνεται από την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, και τη τεράστια επενδυτική υστέρηση από τη μαζική αποεπένδυση τα προηγούμενα χρόνια (από 24% προ κρίσης, οι επενδύσεις έχουν καταρρεύσει στο 12% του ΑΕΠ).
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι επενδυτές δεν θεωρούν ότι η Ελλάδα, τουλάχιστον ακόμη, σοβαρή επενδυτική επιλογή, λέγεται «έλλειψη εμπιστοσύνης». Είναι γιατί βλέπουν ότι δεν υπάρχει το όραμα σχετικά με το πού θέλουμε να πάει αυτή η χώρα οικονομικά, κοινωνικά και παραγωγικά, ούτε και τα εργαλεία για το πως θα το υλοποιήσουμε. Αντ' αυτού, όλο το προηγούμενο διάστημα μέχρι την τραγωδία της Αττικής, είχαν γίνει μάρτυρες μιας ακατάσχετης αοριστολογίας, διαποτισμένης με ιδεολογήματα κατευθείαν από το παρελθόν.
Τόσο η Ιρλανδία, όσο και η Κύπρος, στήριξαν την εκτίναξη των ελατηρίων τους στο ελκυστικό φορολογικό τους περιβάλλον. Αμέσως μόλις κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στον τραπεζικό τους τομέα, ξεκίνησαν με μοχλό τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, να προσελκύουν επενδυτές. Αλλά η Ελλάδα δεν φαίνεται να θέλει ή να μπορεί να κάνει κάτι παρόμοιο. Η λύση για την Ελλάδα είναι μία, να καταφέρει να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ ταυτόχρονα θα βελτιώνεται το μέσο εισόδημα, και αυτό θα τροφοδοτεί τη κατανάλωση. Δεδομένου όμως ότι η λιτότητα και η δημοσιονομική προσαρμογή θα συνεχιστούν, καθώς αναμένονται νέες μειώσεις σε συντάξεις και αφορολόγητο, είναι μάλλον ουτοπία να περιμένει κανείς εντυπωσιακή αύξηση της κατανάλωσης. Άρα απομένει η λύση της έκρηξης επενδύσεων, για τις οποίες το περιβάλλον ακόμη δεν υπάρχει.
Έπειτα, δεν υπάρχει δυναμισμός, όχι μόνο επειδή το επενδυτικό περιβάλλον παραμένει μη φιλικό. Αλλά και γιατί υπάρχει πάντα ο φόβος στους ξένους ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι έτοιμο να επιστρέψει στις πρακτικές του παρελθόντος. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, θα παραμείνει για πολύ καιρό ακόμη στο μικροσκόπιο των επενδυτών και θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια ώστε να εξαλειφθεί τόσο η καχυποψία, όσο και η νευρικότητα των αγορών. Νευρικότητα που θα εντείνεται κάθε φορά που θα διαπιστώνεται διάθεση αναστροφής των μεταρρυθμίσεων. Αυτοί είναι οι λόγοι που δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας ότι κάτι θα αλλάξει μετά τις 21 Αυγούστου.