Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τα… αδύνατα δυνατά για να προσελκύσει επενδυτές βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα που «τζογάρουν» στις πλάτες του δημοσίου και των τραπεζών κάνει η κυβέρνηση, με αποτέλεσμα το κλίμα να επιδεινώνεται συνεχώς και η χώρα να βουλιάζει στο βάλτο της απαξίωσης και της μιζέριας. Οι τραπεζικές μετοχές καταρρέουν αφού ο κλαδικός δείκτης είναι έρμαιο των θετικών ή αρνητικών εξελίξεων και δυστυχώς η πραγματικότητα είναι μόνο αρνητική.
Υπό το βάρος των αλλαγών στους δείκτες MSCI ο τραπεζικός δείκτης υποχώρησε χθες 7%, ενώ την Τρίτη ενισχύθηκε κατά 5,35% στον απόηχο της είδησης ότι προωθείται σχέδιο από την ΤτΕ για τα «κόκκινα« δάνεια. Είχε προηγηθεί πτώση 4,58% τη Δευτέρα. Κάθε μέρα μία αφορμή (Folli Follie, Ιταλία, Τουρκία, οίκοι αξιολόγησης κλπ), κάθε μέρα το ελληνικό χρηματιστήριο μοιάζει με τρενάκι του τρόμου. Μεγαλώνει έτσι ο κίνδυνος να φύγει και ο τελευταίος σοβαρός – εγχώριος ή ξένος – επενδυτής, αφήνοντας την αγορά στο έλεος των funds που σορτάρουν και των «κορακιών» που πετούν πάνω από επιχειρηματικά πτώματα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι αγορές είναι αμείλικτες και δεν μπορεί να τα βάλει κανείς μαζί τους, εντούτοις η ελληνική αγορά πέφτει καθημερινά θύμα 5-6 funds που εκμεταλλεύονται το μικρό βάθος και τη συγκυρία. Ανώτερες τραπεζικές πηγές σημειώνουν πως αν η κυβέρνηση προχωρούσε σε 3-4 αποτελεσματικά βήματα για την προσέλκυση μακροπρόθεσμων επενδυτών (ταχύτερες αδειοδοτήσεις και απονομή δικαιοσύνης, μείωση φορολογίας), τότε το κλίμα θα άλλαζε άρδην και οι σοβαροί επενδυτές θα κυριαρχούσαν των «αρπαχτικών».
Αντί να κάνει τα πάντα για να έρθουν ξένα κεφάλαια, η κυβέρνηση αδιαφορεί για την κατάσταση που επικρατεί και αφήνει στην τύχη της την οικονομία, προσπαθώντας να ισορροπήσει πολιτικά και ταυτόχρονα να βρει πόρους για να χρηματοδοτήσει τις προεκλογικές παροχές. Όμως οι πολίτες δεν μπορούν να περιμένουν ενώ τράπεζες και επιχειρήσεις χρειάζονται «οξυγόνο».
Η «υποβάθμιση» των Τρ. Πειραιώς, ΕΤΕ, Eurobank στο δείκτη μικρής κεφαλαιοποίησης (MSCI Small Cap) από τον δείκτη MSCI Standard Greece, αναμφίβολα πλήττει το προφίλ των εγχώριων τραπεζών και διώχνει αρκετά κεφάλαια μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Την ίδια ώρα, οι οίκοι αξιολόγησης διατηρούν την Ελλάδα στην κατηγορία «junk», απαγορεύοντας στην ουσία σε μακροπρόθεσμους επενδυτές να αγοράσουν ελληνικούς τίτλους αλλά και στον Ευκλείδη Τσακαλώτο να κάνει τον παραμικρό προγραμματισμό για έξοδο στους επόμενους μήνες.
Συνέπεια όλων αυτών είναι η ελληνική οικονομία να μην προσελκύει τα ξένα κεφάλαια που χρειάζεται και η ανάπτυξη να έχει σήμερα για «ταβάνι» το 2%, που στην ουσία συνεπάγεται στασιμότητα, μετά από σχεδόν 10 χρόνια δραματικής ύφεσης. Δεν είναι μόνο τα 117 εκατ. ευρώ που εκτιμά η Societe Generale ότι θα φτάσουν οι εκροές κεφαλαίων λόγω της διαγραφής των τραπεζικών μετοχών από τον MSCI, αλλά και το γενικότερο κλίμα που συντηρείται.
Σε λίγες ημέρες θα ανακοινωθούν οι νέοι στόχοι μείωσης των «κόκκινων» δανείων και όλες οι ελληνικές τράπεζες θα δηλώσουν αισιόδοξες ότι θα τους επιτύχουν. Βλέποντας όμως τις μετοχές τους να απαξιώνονται πλήρως, γνωρίζουν ότι ανεβαίνει επικίνδυνα ο βαθμός δυσκολίας, τόσο σε επίπεδο ψυχολογίας, όσο και σε ότι αφορά την ικανότητά τους να βρουν ικανοποιητικές τιμές.
Χρηματιστηριακά, η αγορά αγγίζει το μηδέν, το απόλυτο τίποτα και πάλι όμως οι αγοραστές είναι λιγότεροι από τους πωλητές, αφού κανείς δεν είναι βέβαιος ότι δεν υπάρχει και πιο κάτω. Ίδια εικόνα και στα ομόλογα με το ελληνικό 10ετές να παραμένει σταθερά κολλημένο πάνω από το 4% και χθες να ξεπερνά το 4,5%, με το spread πάνω από τις 400 μονάδες βάσης. Η Ελλάδα είναι η χώρα που επηρεάζεται περισσότερο από τις αναταράξεις που προκαλεί η κόντρα Ρώμης-Βρυξελλών και παράλληλα βλέπει το κόστος δανεισμού να αυξάνεται όταν κλιμακώνεται η ένταση αλλά να μην μειώνεται όταν οι ανησυχίες μετριάζονται.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η χθεσινή έρευνα της BofA Merrill Lynch, σύμφωνα με την οποία το 2019 θα είναι «μαύρο έτος» για την αγορά ομολόγων, που συνεπάγεται ότι οι αποδόσεις θα πάρουν την ανιούσα. Αν δεν υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στην Ελλάδα, τότε η χώρα θα παραμείνει επενδυτικός προορισμός υψηλού κινδύνου και οι μοναδικοί επενδυτές που θα έρχονται θα είναι αυτοί που λατρεύουν το ρίσκο και τζογάρουν επιδιώκοντας με κάθε τρόπο βραχυπρόθεσμα κέρδη.