Ήταν 2015, όταν η Μασσαλία, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας είχε βυθιστεί στο χάος εξαιτίας επεισοδιακών διαδηλώσεων των οδηγών ταξί. Αναποδογύριζαν αυτοκίνητα, έκαιγαν λάστιχα και εμπόδιζαν την πρόσβαση στο αεροδρόμιο και τον σιδηροδρομικό σταθμό για να διαμαρτυρηθούν για την Uber, την εταιρεία παροχής υπηρεσιών μεταφορών με έδρα το Σαν Φραντσίσκο, επειδή όπως κατήγγειλλαν, παραβίαζε τους νόμους και απειλούσε το ψωμί τους.
Μετά από επανειλημμένες αντιδράσεις, στις 20 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, η αστυνομία της περιοχής ανέστειλε τη λειτουργία της εταιρείας σε κομβικά κομμάτια της πόλης. Η Uber, έχοντας ανάγκη ένα κυβερνητικό στέλεχος για να βάλει ένα χεράκι και να μεταπείσει τις τοπικές Αρχές, απευθύνθηκε στον πρώην τραπεζίτη και ανερχόμενο πολιτικό αστέρι, τον τότε Υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν.
«Θα το κοιτάξω προσωπικά», έγραψε σε μήνυμα του στον επικεφαλής lobbying της Uber στην Ευρώπη, ο σημερινός πρόεδρος της Γαλλία πριν ξημερώσει η 22α Οκτωβρίου, σύμφωνα με τα Uber files, μια μεγάλη ευρωπαϊκή έρευνα από δημοσιογράφους που βγάζει στο φως τις παραβιάσεις της νομοθεσίας και τις βίαιες μεθόδους που ακολούθησε η εταιρεία για να επιβληθεί στην αγορά.
Το ίδιο βράδυ, ο αξιωματούχος της τοπικής αστυνομίας, άλλαξε την εντολή του προς όφελος της Uber. «Καλή συνεργασία», έγραψε σε μήνυμα του στον Μακρόν, ο λομπίστας Μαρκ ΜακΓκαν ευχαριστώντας τον για τη στήριξη του.
Η Uber λανσαρίστηκε ως ηγέτης της ψηφιακής επανάστασης, αλλά προώθησε την ατζέντα της με μάλλον παλιομοδίτικους τρόπους, όπως δείχνουν τα στοιχεία: ξόδεψε τεράστια χρηματικά ποσά για να στήσει έναν παγκόσμιο μηχανισμό επιρροής ο οποίος χτυπούσε την πόρτα σε πολιτικούς, ρυθμιστικές αρχές και άλλους παράγοντες με ρόλο στην αγορά, οι οποίοι όπως αποδείχθηκε ήταν κάτι παραπάνω από ανοιχτοί απέναντι στις προσεγγίσεις της.
Κουτάβια και παγωτά
Ίσως γιατί πολλοί από αυτούς δεν έβλεπαν πως μπορούν να αντισταθούν στις επιθετικές μεθόδους της εταιρείας που παρέκαμπτε τις αντιρρήσεις αξιωματούχων με εντυπωσιακές καμπάνιες που κατάφερναν να μετατρέπουν τους πελάτες της σε λαϊκό έρεισμα στον πόλεμο που είχε ξεκινήσει κόντρα στα ρυθμιστικά πλαίσια που η Uber που καθυστερούσαν την επέκταση της.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα ότι για να μπορέσει να ξεκινήσει τη δραστηριότητα της στο Πόρτλαντ των ΗΠΑ, μια πόλη όπου οι πολίτες προτιμούσαν παραδοσιακά τα ποδήλατα τους και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, μπροστά στην καθυστέρηση των τοπικών αρχών που ήθελαν να εξετάσουν το πλαίσιο, η Uber άρχισε να μοιράζει παγωτά στους πελάτες της και να μεταφέρει εθελοντικά κουτάβια από κέντρα προστασίας ζώων σε όσους ήταν διατεθειμένοι να κάνουν 30 δολάρια δωρεά για μισή ώρα μαζί τους.
#WeWantUberPDX. @Uber_PDX delivering ice cream starting at noon anywhere in Portland, Salem and Eugene. pic.twitter.com/ROFmLwKidq
— Victor Nguyễn-Long | VNL.eth (@VNL) July 18, 2014
Όλα αυτά δημιουργούσαν μια κοινωνική εικόνα στην εταιρεία που προσέλκυε την κοινή γνώμη και την έκανε και σύμμαχο τους. Ενδεικτικό είναι ότι κατάφερε να μαζέψει χιλιάδες υπογραφές υπέρ της για να πειστούν οι τοπικές αρχές να αλλάξουν το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Παράλληλα βέβαια, η εταιρεία εξασφάλιζε ότι οι δοσοληψίες της με τους υπευθύνους δεν θα αποκαλύπτονταν στους αιφνιδιαστικούς ελέγχους με το διαβόητο kill switch, που μπλόκαρε την πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων της εταιρείας, οπότε οι Αρχές δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση και στις αξιόποινες πράξεις που είχε διαπράξει.
«Η εταιρεία παραβίασε τη νομοθεσία, παραπλάνησε την αστυνομία και τις ρυθμιστικές αρχές, εκμεταλλεύθηκε τη βία εναντίον των οδηγών της και άσκησε μυστικά πίεση σε κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο», αναφέρει ο Guardian, παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα των Uber Files.
Τα μητρώα εγγραφής lobbying και οι «σκιές»
Υπάρχει όμως κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει το lobbying από τη διαφθορά; Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι πάντα ευδιάκριτη.
Κυβερνήσεις και μεγάλοι οργανισμοί αναγνωρίζουν ότι το lobbying είναι κομμάτι κάθε δημοκρατικής διαδικασίας. Οι πολιτικοί χρειάζονται τα «φώτα» των οικονομικών ενώσεων, των μη κυβερνητικών οργανισμών και των θρησκευτικών ομάδων πριν προχωρήσουν στη νομοθετική διαδικασία. Όχι, όμως με όρους σκοτεινής δοσοληψίας. Οι περισσότερες χώρες για να διασφαλίσουν κάτι τέτοιο έχουν ορίσει μητρώα καταγραφής lobbying, δηλαδή προσβάσιμες απ’ όλους τράπεζες δεδομένων στις οποίες οι εκπρόσωποι συμφερόντων εταιρειών θα πρέπει να εγγράφονται πριν έρθουν σε επαφή με πολιτικούς. Τέτοια υπάρχουν σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας
Στις ΗΠΑ προβλέπονται ποινές μέχρι και πέντε χρόνια φυλάκιση και πρόστιμα μέχρι 200.000 δολαρίων για όποιον λειτουργεί χωρίς να καταγράφει τη σχετική δραστηριότητα του, ενώ από τη Γερμανία ορίζεται πρόστιμο 50.000 ευρώ και ακύρωση πρόσβασης στο Κοινοβούλιο στους παραβάτες.
Η εμπειρία πάντως δεν έχει δείξει ότι τα μητρώα μπορούν να ανακόψουν το επιθετικό και βλαπτικό για το δημόσιο συμφέρον lobbying. Μάλιστα υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι όσο πιο αυστηροί είναι οι νόμοι για το lobbying τόσο πλήττεται η διαφάνεια. Μεταξύ αυτών, ο Τζέιμς Στρικλαντ, σε άρθρο του στο hub αναλυτών του London School of Economics για τις ΗΠΑ, αναφέρει ότι το αυστηρό αμερικανικό πλαίσιο έχει αποτελέσει πεδίο δόξης λαμπρό για τους λομπίστες «σκιές» οι οποίοι κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους χωρίς να δίνουν λογαριασμό πουθενά.
«Βαθιές τσέπες, ανοιχτές πόρτες»
Και βέβαια τα σκάνδαλα συνεχίζονται. Δύο συντηρητικοί Γερμανοί πολιτικοί, εν μέσω πανδημίας, βρέθηκαν στο στόχαστρο των δικαστικών αρχών και αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τα κόμματα τους αφού αποκαλύφθηκε ότι είχαν κερδίσει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ είτε δείχνοντας φωτογραφική προτίμηση σε συγκεκριμένη εταιρεία μασκών είτε κάνοντας lobbying για τέτοια εταιρεία.
Εξόφθαλμη περίπτωση αποτελεί το παράδειγμα του Γκέρχαρντ Σρέντερ που είδε τη φιλική προς τη Ρωσία στάση του ως Καγκελάριος να μετουσιώνεται σε κάτι περισσότερο από καλοπληρωμένη θέση στον ρωσικό κολοσσό Rosneft ως λομπίστας.Γι’ αυτό το λόγο εξάλλου, το Γερμανικό κράτος αποφάσισε πρόσφατα να κλείσει το χρηματοδοτούμενο από τους φορολογουμένους γραφείο του στη Γερμανία.
Και βέβαια, ένα από τα σκάνδαλα που οδήγησαν τον Μπόρις Τζόνσον στην έξοδο στη Βρετανία ήταν αυτό του συντηρητικού βουλευτή και πρώην υπουργού Όουεν Πάτερσον ο οποίος πέρυσι διαπιστώθηκε ότι είχε εμπλακεί σε μια «απίστευτη υπόθεση lobbying επ' αμοιβή» ασκώντας πίεση για λογαριασμό εταιρειών που τον πλήρωναν. Οι Συντηρητικοί ψήφισαν αρχικά στο κοινοβούλιο για να σταματήσει η αναστολή της βουλευτικής ιδιότητας τους την οποία είχε εισηγηθεί η κομματική επιτροπή. Έπειτα από πρωτοσέλιδα του Τύπου, ο Πάτερσον παραιτήθηκε.
Έντονα συζητείται πάντως και το τι συμβαίνει με το lobbying έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας το 2021 με τίτλο «Βαθιές τσέπες, ανοιχτές πόρτες», «κολοσσοί της τεχνολογίας αφιερώνουν σημαντικούς πόρους για να επηρεάσουν τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη καθώς η ΕΕ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της δημιουργίας ρυθμιστικού πλαισίου για την διαδικτυακή οικονομία».
Η έκθεση αναφέρει ότι στις Βρυξέλλες δραστηριοποιούνται σχεδόν 13.000 οργανώσεις που είναι καταγεγραμμένες στο Μητρώο Διαφάνειας της ΕΕ με ετήσια έξοδα για το lobbying από 1,6 έως 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ τρεις από τις 10 εταιρείες που δίνουν τα περισσότερα στο lobbying είναι εταιρίες τεχνολογίας, με πρώτη την Google η οποία έχει δηλώσει έξοδα 5.750.000 ετησίως.