Θα ήταν μια εξαιρετική χρονιά για την Ευρώπη. Η ευφορία μετά την πανδημική κρίση, η ανάκαμψη της κατανάλωσης και η δημοσιονομική στήριξη από τις κυβερνήσεις θα οδηγούσαν την οικονομία σε δυνατούς ρυθμούς ανάπτυξης, με την κανονικότητα να επιστρέφει μετά από δύο χρόνια περιορισμών και lockdown.
Όλα όμως άλλαξαν στις 24 Φεβρουαρίου με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αντί για ομαλότητα ήλθε μια νέα κρίση.
Η ύφεση θεωρείται σχεδόν βέβαιη, ο πληθωρισμός καλπάζει προς διψήφια νούμερα, καθώς πλησιάζει ένας χειμώνας με ενεργειακές ελλείψεις. Οι προοπτικές σκοτεινιάζουν και πιθανότατα θα χειροτερέψουν πριν δούμε σημαντική βελτίωση αργά το 2023.
«Η κρίση είναι η νέα κανονικότητα», σύμφωνα με τον επικεφαλής της Carrefour. «Αυτό που συνηθίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες -χαμηλό πληθωρισμό και διεθνές εμπόριο - έχει τελειώσει», δήλωσε σε επενδυτές πρόσφατα.
Η αλλαγή είναι δραματική. Μόλις πριν ένα χρόνο οι οικονομολόγοι προέβλεπαν ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης 5% το 2022 και σήμερα το βασικό σενάριο είναι μια ύφεση τον χειμώνα. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις υποφέρουν, καθώς οι συνέπειες του πολέμου, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας και τροφίμων, επιδεινώνονται από την ξηρασία και τη χαμηλή στάθμη των ποταμών που δυσχεραίνουν τις μεταφορές.
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έχει φτάσει το 9%, επίπεδα που είχαμε να δούμε εδώ και μισό αιώνα, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη.
Οι λιανικές πωλήσεις έχουν ήδη πάρει την κατιούσα, μήνες πριν χτυπήσουν οι ανάγκες θέρμανσης και οι καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους. Τον Ιούνιο οι όγκοι λιανικών πωλήσεων έπεσαν 4% σε ετήσια βάση με πτώση 9% να καταγράφεται στη Γερμανία. Οι καταναλωτές στρέφονται σε αλυσίδες εκπτωτικών αγαθών και έχουν αρχίσει να αναβάλλουν άλλες αγορές, καθώς το κόστος διαβίωσης ακριβαίνει.
Οι επιχειρήσεις έχουν καταφέρει να μετακυλίσουν τα αυξημένα κόστη, αλλά αυτές με υψηλή έκθεση στην ενέργεια υποφέρουν. O τουρισμός αποτελεί την ευχάριστη εξαίρεση με τους καταναλωτές να απολαμβάνουν τις πρώτες καλοκαιρινές διακοπές ξεγνοιασιάς από το 2019. Ωστόσο ακόμη και στον κλάδο του τουρισμού οι ελλείψεις προσωπικού δημιουργούν προβλήματα.
Μεγάλα αεροδρόμια όπως στη Φρανκφούρτη και το Λονδίνο αναγκάστηκαν να περιορίσουν τον αριθμό πτήσεων λόγω αδυναμίας να ανταπεξέλθουν στους μεγάλους αριθμούς επιβατών. Στο αεροδρόμιο Schiphol του Άμστερνταμ οι καθυστερήσεις μπορεί να φτάσουν και τις πέντε ώρες τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι πιέσεις στην οικονομία πιθανότατα θα ενταθούν, ιδιαίτερα αν η Ρωσία περιορίσει περισσότερο τις εξαγωγές φυσικού αερίου.
«Το σοκ με το φυσικό αέριο σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο, σχεδόν διπλάσιο του σοκ που έπληξε τις οικονομίες στη δεκαετία του 1970 με το πετρέλαιο», σύμφωνα με αναλυτές της Capital Economics. «Τα δύο τελευταία χρόνια είχαμε δεκαπλάσια αύξηση στην τιμή spot του φυσικού αερίου στην Ευρώπη» προσθέτουν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδίαζε να επιταχύνει τη μετάβαση σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο μέχρι το 2027, ωστόσο, οι ελλείψεις την αναγκάζουν να ψάχνει τρόπους να μειώσει την κατανάλωση αερίου κατά 15% φέτος.
Η ενεργειακή ανεξαρτησία κοστίζει. Για τον μέσο καταναλωτή σημαίνει πιο κρύα γραφεία και κατοικίες βραχυπρόθεσμα. Η Γερμανία θέλει τη θέρμανση στους δημόσιους χώρους να μην υπερβαίνει τους 19 βαθμούς Κελσίου αυτό τον χειμώνα από 22 βαθμούς πριν. Μεσοπρόθεσμα τα υψηλότερα κόστη σημαίνουν ότι και ο πληθωρισμός στις 19 χώρες του ευρώ θα παραμείνει υψηλός. Για τις επιχειρήσεις σημαίνει χαμηλότερη παραγωγή, ιδιαίτερα στη βιομηχανία, που με τη σειρά της επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη.
Οι τιμές χονδρικής φυσικού αερίου στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρώζώνης, έχουν πενταπλασιαστεί μέσα σε ένα χρόνο αλλά οι καταναλωτές με μακροπρόθεσμα συμβόλαια είναι προστατευμένοι και η επίπτωση μέχρι στιγμής είναι μικρότερη. Πρέπει όμως να καταβάλλουν έκτακτη εισφορά και με τη λήξη των συμβάσεων οι τιμές θα εκτοξευτούν που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές με καθυστέρηση και με ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό.
Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί οικονομολόγοι βλέπουν τη Γερμανία και την Ιταλία, οικονομίες με μεγάλη εξάρτηση στο φυσικό αέριο, να εισέρχονται σε ύφεση σύντομα.
Στις ΗΠΑ η κεντρική τράπεζα αυξάνει το κόστος χρήματος με γρήγορο ρυθμό και έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα διστάσει να προκαλέσει ύφεση για να ελέγξει την άνοδο των τιμών καταναλωτή. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αυξήσει τα επιτόκια μόνο μια φορά, επιστρέφοντας τα στο μηδέν, και θα προχωρήσει προσεκτικά δεδομένου ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού σε χώρες με υψηλό φορτίο χρέους, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, μπορεί να πυροδοτήσει ανησυχίες ότι δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετούν το χρέος τους.