Μπορεί το αξιόχρεο μιας χώρας να βαθμολογείται με junk από τους τέσσερις μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης αλλά την ίδια ώρα η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της να διαμορφώνεται στο 0,8%; Κι όμως μπορεί, και η περίπτωση αυτή είναι η Ελλάδα. Στην τρέχουσα συγκυρία τα ελληνικά ομόλογα αντιμετωπίζονται σαν να φέρουν αξιολόγηση investment grade από τη στιγμή που συμμετέχουν, έστω και με waiver, στο QE Πανδημίας (PEPP) και το μεγάλο ερώτημα πλέον είναι πόσο χαμηλά μπορούν να υποχωρήσουν οι αποδόσεις τους και ποια θα είναι η αντίδραση των επενδυτών όταν τερματιστεί το PEPP.
Αναλυτές οίκων αξιολόγησης με τους οποίους επικοινώνησε το liberal.gr εκτιμούν, υπό καθεστώς ανωνυμίας, λόγω των εκκρεμών αξιολογήσεων, ότι δύο είναι οι παράγοντες που αναμένεται να διατηρήσουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο το κόστος δανεισμού της Ελλάδας την επόμενη διετία.
Ο πρώτος αφορά στο QE Πανδημίας το οποίο προβλέπεται να επεκταθεί σύντομα. Η επέκταση του PEPP αναμένεται να ανακοινωθεί πριν το τέλος του έτους και είναι ο λόγος που είδαμε χθες τίτλους όπως το 10ετές της Ελλάδας και το 30ετές της Ιταλίας να υποχωρούν σε ιστορικά χαμηλά στο 0,8% και 1,53% αντίστοιχα. Το PEPP προβλέπεται να παραμένει σε ισχύ τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2021, ενδεχομένως και για ολόκληρο το έτος.
Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς η Ελλάδα αναμένεται να είναι από τις πιο ωφελημένες χώρες και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η λειτουργία του Ταμείου βασίζεται σε κοινό δανεισμό, ήτοι σε αμοιβαιοποίηση του ρίσκου. Επομένως, σε κάθε περίπτωση – και από τη στιγμή που δεν θα… ξεφεύγει δημοσιονομικά – η Ελλάδα δεν θα θεωρείται πια το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, αλλά μία οικονομία με ισχυρές προοπτικές.
Το πιθανότερο, λοιπόν, σενάριο είναι μετά την πανδημία, η ελληνική οικονομία να δει το αξιόχρεό της να αναβαθμίζεται, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψει σε ισχυρή ανάπτυξη, θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και θα πετύχει σημαντική μείωση των κόκκινων δανείων. Όλα αυτά εξηγούν τα απίθανα πράγματα που συμβαίνουν στην αγορά ομολόγων με τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων στο ανώτερο τμήμα της καμπύλης (20ετές, 25ετές) να συγκλίνουν προς το 1%, το 5ετές να έχει βάλει πλώρη για το 0% και το 15ετές να υποχωρεί για πρώτη φορά στην ιστορία κάτω από το 1%.
Η εκτίμηση ότι η ΕΚΤ θα εφαρμόσει νέο πακέτο μέτρων χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής βασίζεται στο γεγονός πως οι οικονομικές συνθήκες δεν βελτιώνονται και η ανάκαμψη εξασθενεί καθώς σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις εφαρμόζονται τοπικά lockdown και οι πιο δύσκολοι μήνες είναι μπροστά μας.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι αυξανόμενες ανησυχίες για την εκ νέου πτώση της ευρωπαϊκής οικονομίας σε ύφεση στο τρίμηνο που διανύουμε θα εκτίνασσαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας και οι επενδυτές θα επέλεγαν τη σιγουριά των γερμανικών τίτλων που λειτουργούν ως ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο σε περιόδους αναταράξεων.
Όμως δεν διανύουμε μία κανονική περίοδο και η έννοια του φυσιολογικού μεταλλάσσεται σχεδόν με την ταχύτητα που εξαπλώνεται ο ιός. Σε αυτό το περιβάλλον φαίνεται πως η διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης εξελίσσεται στο μεγάλο στοίχημα των επόμενων ετών.
Υπάρχει βέβαια και το θέμα του χρέους. Επίσης υπό φυσιολογικές συνθήκες η επενδυτική κοινότητα θα ανησυχούσε για την αναγκαία έκρηξη του κρατικού χρέους για να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας. Ιδιαίτερα για το ελληνικό κρατικό χρέος που είναι το δεύτερο υψηλότερο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στον κόσμο και το υψηλότερο στην Ευρώπη, οι ανησυχίες θα μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερες καθώς οι εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότι θα φτάσει, εξαιτίας της πανδημίας, κυριολεκτικά μια ανάσα από το 200%, πριν ακολουθήσει πτωτική πορεία προς το 184% έως το 2024.
Είναι, λοιπόν, τόσο πρωτοφανείς οι συνθήκες που οι επενδυτές εστιάζουν πρωτίστως στις προοπτικές ανάκαμψης και μετά την πανδημία θα αρχίσουν να αξιολογούν τις υπόλοιπες παραμέτρους. Σημειώνεται ότι σε χθεσινή της έκθεση για τις κρατικές αξιολόγησης ο ευρωπαϊκός οίκος Scope Ratings ανέφερε πως η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας λόγω της μεγάλης εξάρτησης από τον τουριστικό κλάδο και του υψηλού ποσοστού αυτοαπασχολούμενων στην οικονομία. Διατηρεί μάλιστα τις προβλέψεις για συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 7,8% το 2020 και μεγέθυνση της τάξης του 5,2% το 2021.